0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.
Γεια σας. Θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση: Το θηλυκό της μετοχής του ἵστημι είναι ἱστᾶσα, παίρνει δηλαδή περισπωμένη. Για ποιο λόγο;
Γιατί προέρχεται από το *ἱστάντ-jᾰ, που δίνει *ἱστάνσα, ενώ στη συνέχεια το ν αποβάλλεται, με αντέκταση του ᾰ σε ᾱ. Για τον ίδιο λόγο, δηλαδή, που στο τιθεῖσα έχουμε ει, στο ἱστᾶσα έχουμε ᾱ.
Αυτό που γράφει η σχολική Γραμματική στη σελ. 208, ότι τα ζῶ, πεινῶ, διψῶ και χρῶμαι έχουν χαρακτήρα η και όχι α είναι ακριβές; Δηλαδή, το χρῶμαι είναι στην αττική χρήομαι και όχι χράομαι; Ή μήπως το ρήμα είναι σε κάθε περίπτωση χράομαι, αλλά απλώς στην αττική στα συγκεκριμένα ρήματα η συναίρεση του α με το ε ή το η δίνει η αντί α; Από τα Λεξικά αυτό καταλαβαίνω. Αλλά και η ίδια η σχολική Γραμματική, ενώ στη σελ. 208 μιλάει για χαρακτήρα η (αντί α), στη σελ. 313 δίνει ρήμα χράω-ῶ (και όχι χρήω), το οποίο κλίνει με η, χρῇς, χρῇ.
Αυτό το χράω - χρῶ = «δίνω χρησμό», με μέσο χρῶμαι = «ζητώ χρησμό» είναι ότι ίδιο ρήμα με το γνωστό μας χρῶμαι, οπότε μπορούμε να πούμε ότι το ρήμα στη μέση φωνή αποκτά και τη σημασία «χρησιμοποιώ», η οποία τελικά είναι και η πιο συνηθισμένη; Όπως τα γράφει η επιτομή του Liddell-Scott φαίνεται ότι είναι το ίδιο ρήμα. Το LSJ όμως στο λήμμα χράω-ῶ δεν δίνει τη σημασία «χρησιμοποιώ» , αλλά γράφει for χράω (C), see χράομαι. Από την άλλη, το ότι το χρῶμαι = «χρησιμοποιώ» θεωρείται αποθετικό δείχνει ότι αντιμετωπίζονται ως διαφορετικά ρήματα.
Ασφαλώς μακρόχρονα.
Γιατί; Ή μάλλον να το δούμε αλλιώς: γιατί οι δίφθογγοι οι και αι σε τέλος λέξης, μόνο σε τέλος, δεν ακούγονταν σε δύο χρόνους, ώστε να είναι μακρόχρονες;
Ποια η διαφορά της πρωτότυπης λέξης από τη ριζική; Μια υπόθεση που μπορώ να κάνω είναι ότι μια πρωτότυπη λέξη, δηλαδή μια λέξη από την οποία παράγεται μια άλλη λέξη (η παράγωγη), δεν είναι πάντοτε ριζική, αλλά μπορεί να είναι και αυτή παράγωγη κάποιας άλλης λέξης.
Στην ποίηση όλα αυτά δεν ισχύουν: έκανα δειγματικά μετρική ανάλυση σε στίχους του Ευριπίδη με τη λ. γνῶμαι και η λήγουσα ήταν πάντοτε μακρόχρονη (μετρικές ανάγκες θα μου πεις· αλλά γιατί ούτε μία φορά βραχύχρονη; )· πάντοτε μακρόχρονα ήταν και τα άρθρα οἱ και αἱ.
Μια προσωπική υπόθεση εργασίας είναι ότι εκλάμβαναν (και μάλλον πρόφεραν κιόλας***) ως βραχύχρονες τις τελικές αυτές διφθόγγους στις περιπτώσεις που χρειάζονταν μια βραχύχρονη λήγουσα, ώστε να κρατήσουν την τονική αψίδα ψηλά. Γιατί σκέψου σε ποιες περιπτώσεις το έκαναν:α) στην ονομαστική πληθυντικού των ονομάτων (έτσι κρατούσαν τον τόνο στην ίδια θέση με την ονομαστική ενικού)β) στην οριστική/υποτακτική της μέσης/παθητικής φωνής (έτσι κρατούσαν τον τόνο στην ίδια θέση με την ενεργητική)γ) στην προστακτική αορίστου μέσης φωνής (έτσι τηρούσαν την τάση να ανεβαίνει ο τόνος στην προστακτική)δ) στα απαρέμφατα: Εδώ δεν μπορώ να φανταστώ γιατί το έκαναν, παρεκτός αν έπαιζε κάποιο ρόλο ότι τα απαρέμφατα ήταν ρηματικά ουσιαστικά, οπότε απλώς ακολούθησαν αναλογικά τον τονισμό των ονομάτων.
Άρα, για την ποσότητα των άρθρων δεν μπορούμε να βασιστούμε παρά μόνο στο μέτρο. Αν όμως στην ποίηση δεν ισχύει ό,τι στον πεζό λόγο, μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα πώς προφέρονταν τα άρθρα εκτός ποίησης;