Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

Τυπική Εκπαίδευση => Σχολικά μαθήματα => Μήνυμα ξεκίνησε από: grooog στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:07:58 μμ

Τίτλος: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: grooog στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:07:58 μμ
αχ ας με βοηθήσει κάποιος ...πως είναι το σωτσό;;
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: nik_osa στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:11:32 μμ
Είμαι κατά 99% σίγουρος ότι το σωτσό είναι "έβρισκα". :)

ΥΓ.  :P
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: grooog στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:15:04 μμ
Είμαι κατά 99% σίγουρος ότι το σωτσό είναι "έβρισκα". :)

ΥΓ.  :P
thanks nik!
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: physicaest στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:19:25 μμ
To έβρισκα ειναι το σωστο
Το εύρισκα απο που βγαινει ??? απο το εύρος  ??? τοτε δε θα ηταν το ρημα διευρυνω ??? ::)
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: Landau στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:19:38 μμ
Αν δεν κάνω λάθος.. βρίσκω - έβρισκα (το εύρισκα θα μπορούσε να βγαίνει από το ευρίσκω, αλλά δεν μου φαίνεται δόκιμο). Ας επιβεβαιώσει και κάποιος φιλόλογος-γνώστης :)
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: musk στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:25:13 μμ
Συμφωνώ για το "έβρισκα".

Αν και δεν είμαι φιλόλογος...απ΄ότι θυμάμαι το ρήμα στην αρχαία ελληνική είναι "ευρίσκω" (Ενεστώτας) και στον Παρατατικό "εύρισκον/ηύρισκον" (χρονική αύξηση).

Στη νέα ελληνική το ρήμα είναι "βρίσκω" και καθώς για τους παρελθοντικούς χρόνους δε χρησιμοποιούμε "χρονική αύξηση", αλλά μόνο "συλλαβική αύξηση" (δηλαδή το "ε" που βάζουμε μπροστά από τα ρήματα), στον Αόριστο είναι "έβρισκα".
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: daffyduck στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:27:43 μμ
έβρισκα ! (από το βρίσκω)

Μην το ψάχνεις άλλο, μίλησε ο φιλόλογος  ;D ;D :D :D
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: Αναστασια 76 στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:40:41 μμ
στην αρχαια ελληνικη το ρημα ειναι ευρισκω στη ν.ελληνικη ομως το εχουμε σαν βρισκω(ενεστωτας) αρα το σωστο ειναι εβρισκα...εκτος αν θελουν να το αλλαξουν και αυτο...για σιγουρα ρωτα την Διαμαντοπουλου(για να εισαι σιγουρος οτι καταλαβε σε αγγλικη γλωσσα κανε την ερωτηση ;)).... ;D ;D
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: Landau στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:42:53 μμ
στην αρχαια ελληνικη το ρημα ειναι ευρισκω στη ν.ελληνικη ομως το εχουμε σαν βρισκω(ενεστωτας) αρα το σωστο ειναι εβρισκα...εκτος αν θελουν να το αλλαξουν και αυτο...για σιγουρα ρωτα την Διαμαντοπουλου(για να εισαι σιγουρος οτι καταλαβε σε αγγλικη γλωσσα κανε την ερωτηση ;)).... ;D ;D

Κακίες :P
Επίσης, το μονοτονικό δεν έχει καταργηθεί :)
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: physicaest στις Οκτώβριος 28, 2009, 10:52:59 μμ
Μιας και το φερε η κουβεντα...
Το ευρισκω απο που βγαινει ???
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: grooog στις Οκτώβριος 28, 2009, 11:31:09 μμ
χμμμ...
παραβρίσκομαι;ή παρευρίσκομαι;;;
ή κάπως αλλιώς;;
Τίτλος: Απ: Εύρισκα ή έβρισκα;
Αποστολή από: physicaest στις Οκτώβριος 28, 2009, 11:39:46 μμ
    * < ΕΥΡΙΣΚΩ >
    * Ο αορ. εὑρεῖν ανάγεται στη ρίζα *e-wr-e ή σύμφωνα με άλλες απόψεις πρόκειται για τον αναδιπλασιασμένο αόριστο *Fε-Fρειν.
    * Οι τύποι εὑρήσω, εὕρηκα, εὑρεθῆναι είναι προγενέστεροι από τον ενεστώτα εὑρίσκω που απαντάται μόνο μία φορά στον Όμηρο.





#
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    * ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
          o ουσιαστικά: εὕρημα, εὕρεσις, εὑρησιλογία, εὑρετής
          o ρήματα: ἀνευρίσκω, ἐξευρίσκω, ἐφευρίσκω, παρευρίσκω, συνευρίσκω, εὑρησιλογέω-ῶ
          o επίθετα: εὑρετός, εὑρησιεπής, εὑρησίλογος
    * ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
          o ουσιαστικά: εὕρεμα, εὑρετής, εὕρετρα, εὕρησις, εὑρημοσύνη, εὑρησιέπεια, εὑρησιλογία, εὑρέτις
          o ρήματα: παρευρίσκομαι, συνευρίσκομαι
    * ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
          o Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ευρ%
    * ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
          o ευρεσιτεχνία, ευρετήριον, ευρετικότης
    * ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
          o Λεξικό Γεωργακά %ευρ%
          o Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %ευρ%, %βρισκ%
    * ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
          o Μεγίστη ᾽βρέσιμον 'το εύρημα', Κρ. ᾽βρεσιμάκι 'τα εύρετρα μικρής αξίας', Κέρκ. ᾽βρετικειά 'έκθετο θηλυκό παιδί', Θεσσ. ᾽βριτό Κάρπαθ. Κύπ. Πελοπ. Θήρα ᾽βρετός 'έκθετο παιδί, αίνιγμα', Πόντ. εύρημαν, ευρημάτιν, Τσακων. εύρεσμα