0 μέλη και 4 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Από πού προέκυψε ότι κάνω εγώ κάτι τέτοιο;Ολη η παρέμβασή μου βασίζεται στην περίπτωση της προαιρετικής επιλογής ενός εκ των δύο παρεχομενων μαθημάτων.Πρώτος εγώ ανέφερα ότι πάμε προς αυτή την λύση.Ειλικρινά δεν βλέπω πού διαφωνείς.
Για την ιστορία, το έργο του Θεοδότου Αγκύρας μόλις πρόσφατα παρουσιάστηκε με μια εργασία. Δεν ήταν στο πέρασμα των αιώνων καθοριστική η συμβολή του.
Ο Μέγας Αθανάσιος στο "Εις Αντίοχον Άρχοντα" γράφει: "Πίστευε εις Πατέρα, μη ερευνήσεις δε το πράγμα..."Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην "Παραβολή περί Συκής" γράφει: "Πιστεύω, ουκ ερευνώ..."
Για να είμαστε δίκαιοι όμως, και οι δυο αυτοί πατέρες της Εκκλησίας δεν προτρέπουν να μην ερευνούμε γενικώς, αλλά να μην ερευνούμε κάτι εκ φύσεως ακατάληπτο, όπως είναι ο Θεός. Σκέψου ότι ακόμα και σήμερα δεν μπορούμε να ορίσουμε τι ακριβώς είναι. Ο Θεόδοτος προέτρεπε πάλι να μην ερευνούμε το πώς προκύπτει η φύση του Χριστού. Είχαν περιορισμένη αναφορά οι προτροπές τους. Και γι' αυτό έθεταν θέμα πίστης.Σίγουρα όμως υπήρξε μια καταχρηστική χρήση τέτοιων δηλώσεων από άλλους με σκοταδιστικό πνεύμα, ενώ οο Χριστός έλεγε "ερευνάτε τας γραφάς".
Συμπερασματικά, κατά τη γνώμη μου, η χριστιανική θρησκεία μετά τη θεωρία και τις πράξεις του Χριστού, "ξέφυγε" από το κήρυγμα του και βασίστηκε στις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, των πατριαρχών και εν γένει του ανωτέρου κλήρου, που στόχο είχαν την παγίωση της κοσμικής εξουσίας τους.
Η ρωμαϊκή και βυζαντινή ιστορική περίοδος, κατά την οποία έλαβε χώρα η αποκρυσταλλωση αυτών των αρχών, σε συνδυασμό με την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας και τον πρωταγωνιστικό ρόλο της επίσημης εκκλησίας ,δεν αντιπροσωπεύουν την κοσμοθεωρία του Χριστού, έστω και σε ομολογιακό επίπεδο.
Δεν ήταν μόνο ο παράγοντας της παγίωσης της κοσμικής τους εξουσίας. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα θρησκευτικά προβλήματα περιπλέχθηκαν με τα εθνικά. Ας πούμε, όλες αυτές οι αιρέσεις εμφανίστηκαν κατά κύριο λόγο στις ανατολικές επαρχίες που επιδίωκαν την απόσχισή τους. Γι' αυτό στις οικουμενικές συνόδους συμμετείχε και ο αυτοκράτορας.Εντάξει, αυτό είναι λίγο υπερβολικό και γενικευτικό. Αλλά σίγουρα είναι αλήθεια πως ξέφυγαν από το πνεύμα του σε αρκετές περιπτώσεις.
Από την περίοδο κατά την οποία περιπλεχθηκαν τα θρησκευτικά με τα εθνικά ζητήματα παρήλθαν αιώνες. Και αυτό που έπρεπε να έχει γίνει από την ίδρυση του Ελληνικού εθνικού κράτους ήταν να διαχωριστούν κράτος και εκκλησία. Από τη στιγμή που το κράτος λόγω αποφυγής απώλειας ψήφων συμπορεύεται με την εκκλησία, θα συνεχίσουν να υπάρχουν στρεβλώσεις και αγκυλώσεις χρόνων.
Δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο, χωρίς τη συναίνεση της πλειοψηφίας της κοινωνίας και δύσκολο να κερδηθεί η συναίνεση όσο ο χωρισμός προβάλλεται όχι ως αυτονόμηση των δυο θεσμών αλλά ως μετατροπή του κράτους σε κράτος θρησκευτικά ουδέτερο, πράγμα που κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να ισχύει, αφού εκπροσωπεί και εκφράζει μια κοινωνία που δεν είναι θρησκευτικά ουδέτερη (πχ το δίκαιο της είναι επηρεασμένο από τη χριστιανική θρησκεία). Μια τέτοια προσέγγιση περί ουδετερότητας συντηρεί τον φόβο της απώλειας της θρησκευτικής ταυτότητας και της αλλοίωσης της πολιτιστικής παράδοσης.
Το κράτος έχει νομική υπόσταση. Δεν έχει καμμιά σχέση με πολιτισμικές παραδόσεις και θρησκευτικές λατρείες. Προϊόν της νεωτερικότητος, εξ άλλου, διαχωρίζεται απ' την εκκλησία.
Η συναίνεση δεν αφορά τέτοια θεμελιώδη ζητήματα. Διότι δεν ανήκουν στα υπό συγκρότηση κοινωνικού συμβολαίου ζητήματα. Αντίστοιχα και τ' ανθρώπινα δικαιώματα δεν τελούν υπό την αίρεση των πλειοψηφικών αποφάσεων.
To κράτος έχει νομική υπόσταση, αλλά ο νόμος προκύπτει από την πολιτιστική παράδοση της χώρας, διαμορφώνεται από τον τρόπο σκέψης της συγκεκριμένης κοινωνίας για το τι συνιστά δίκαιο και ηθικό.Και τον τρόπο σκέψης της κοινωνίας τον διαμορφώνει και η θρησκεία. Σκέψου λχ την αρχή της επιείκιας στην απονομή δικαιοσύνης, μια αρχή που υποστηρίχθηκε από τον Αριστοτέλη και διατηρήθηκε επαυξημένη μέσω της έννοιας της συγχώρησης στον χριστιανισμό. Δεν προέκυψε ως αρχή από το πουθενά.Γι' αυτό λέω ότι δεν υπάρχει ουδέτερη θρησκευτικά κοινωνία και άρα ούτε ουδέτερο θρησκευτικά κράτος.Η Εκκλησία είναι θεσμός όπως και το Κράτος. Και δυο θεσμοί δεν είναι απαραίτητο να αλληλοεξαρτώνται. Μπορούν να λειτουργούν αυτόνομα και είναι καλό να λειτουργούν έτσι, ειδικά όταν ασκούν επιρροή και εξουσία.(βλ. εκτελεστική εξουσία, νομοθετική εξουσία, δικαστική εξουσία, ΜΜΕ, Εκκλησία)Η συναίνεση αφορά τα πάντα στην πράξη. Αν δεν υπάρχει συναίνεση της πλειοψηφίας, σιωπηρή ή δηλωμένη, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη τίποτα. Προκύπτει κοινωνική αναταραχή και μετά είτε καταστολή εκ μέρους του κράτους είτε υποχώρησή του.Ακόμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, που δεν θα έπρεπε να είναι υπό καμία αίρεση, καταστρατηγούνται όπου η πλειοψηφία κάνει τα στραβά μάτια ή συναινεί με την παραβίασή τους.
apri Η Ρέα έθεσε σε σωστή βάση το θέμα της διάκρισης των εξουσιών. Το κράτος στη νεώτερη εποχή (οφείλει να) είναι θρησκευτικά ουδέτερο. Η δικιά σου συμπερίληψη στις εξουσίες της εκκλησίας αφορά ακριβώς τις μεσαιωνικές εποχές. Πρόσεξε ότι εδώ μιλούμε για καθαρώς τυπικά ζητήματα. Γιατί τέτοιο είν' η θρησκευτική ουδετερότητα. Η εκκλησία μπορεί ν' ασκεί επιρροή, αλλά τούτο δεν της δίνει δικαίωμα συνταγματικής αναφοράς κι επίκλησης. Το δίκαιο δεν είναι εθιμικό. Μην το ξεχνούμε. Οι βάσεις ημπορεί να ευρίσκονται σε κείμενα Ελλήνων φιλοσόφων, Ρωμαίων νομικών, πρωτοχριστιανικών κειμένων ή εβραϊκών ή ισλαμικών ή ινδικών μα τούτο δεν υπαγορεύει και κάποια προσήλωση ξέχωρη σε κάθε τι απ' όσα επηρέασαν το δίκαιο του τόπου.
Κι ούτε, φυσικά, θα κάνουμε γκάλλοπ για το σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Ακόμη κι αν λόγω δημαγωγικών τάσεων επιθυμεί την καταπίεσή τους σε κάποια στιγμή η πλειοψηφία.
Η θρησκευτική ουδετερότητα ενός σύγχρονου κράτους, επαναλαμβάνω, είν' εκ των ων ουκ άνευ στη νεωτερική εποχή.