0 μέλη και 16 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Νομίζω ότι σε τέτοιες περιπτώσεις (οὐδεὶς ἄλλος ἤ/ ἄλλ’ ἤ / πλήν, τοὐναντίον ἤ), όπου δηλώνεται η αντίθεση του β' όρου προς τον πρώτο, ο ίδιος ο α΄όρος σύγκρισης λειτουργεί και ως συγκριτική λέξη. Π.χ. αἴτιον δ᾽ ἐστὶ τοῦ ταραχωδῶς αὐτοὺς ζῆν οὕτως οὐδὲν ἄλλο πλὴν ὁ πόλεμος: οὐδὲν ἄλλο α ' όρος, μέσω του οποίου προκύπτει σύγκριση, πλὴν ὁ πόλεμος β' όρος.Παράθεση από: apri στις Νοεμβρίου 16, 2019, 06:13:25 pmαν θέλουμε οπωσδήποτε να βρούμε όρους σύγκρισης, στην πρότασή σου ο α' όρος είναι το "ουδέν", ο β' όρος "ο πόλεμος" και το "άλλο" είναι η συγκριτική λέξη.Ομοίως, και στην πρόταση της Κικής, ο α' όρος είναι ένα εννοούμενο "τινάς" (γιατί η πρόταση είναι αρνητική), ο β' όρος είναι το "διενεγκόντες" και η συγκριτική λέξη είναι το εννοούμενο "άλλους".Παράθεση από: Dwrina στις Νοεμβρίου 18, 2019, 07:17:06 pmμάλλον έχεις δίκιο, γιατί και ο Kuhner ...γράφει ότι μετά το τίς ἄλλος τίθεται κανονικά ο ἢ ή ο ἀλλ’ ἤ. Φαίνεται, δηλαδή, ότι, για να έχουμε ἢ ή ἀλλ’ ἤ μετά το ἄλλος, πρέπει να προηγείται η αόριστη αντωνυμία, άρα καλά είπες ότι και στο παράδειγμα της Κικής εννοείται το τινὰς και, αν εννοείται πάντοτε η αόριστη αντωνυμία, προφανώς αυτή είναι α΄όρος σύγκρισης.
αν θέλουμε οπωσδήποτε να βρούμε όρους σύγκρισης, στην πρότασή σου ο α' όρος είναι το "ουδέν", ο β' όρος "ο πόλεμος" και το "άλλο" είναι η συγκριτική λέξη.Ομοίως, και στην πρόταση της Κικής, ο α' όρος είναι ένα εννοούμενο "τινάς" (γιατί η πρόταση είναι αρνητική), ο β' όρος είναι το "διενεγκόντες" και η συγκριτική λέξη είναι το εννοούμενο "άλλους".
μάλλον έχεις δίκιο, γιατί και ο Kuhner ...γράφει ότι μετά το τίς ἄλλος τίθεται κανονικά ο ἢ ή ο ἀλλ’ ἤ. Φαίνεται, δηλαδή, ότι, για να έχουμε ἢ ή ἀλλ’ ἤ μετά το ἄλλος, πρέπει να προηγείται η αόριστη αντωνυμία, άρα καλά είπες ότι και στο παράδειγμα της Κικής εννοείται το τινὰς και, αν εννοείται πάντοτε η αόριστη αντωνυμία, προφανώς αυτή είναι α΄όρος σύγκρισης.
Αν δεν γίνεται ποτέ η ίδια η συγκριτική λέξη να είναι και α΄ όρος σύγκρισης, όταν έχουμε το τοὐναντίον, τι γίνεται; Στο τούτων δὲ πραχθέντων τοὐναντίον ἐγεγένητο οὗ ἐνόμισαν πάντες ἄνθρωποι ἔσεσθαι, όπου είπαμε (https://www.pde.gr/index.php?topic=2948.msg1045934#msg1045934, απάντηση 1784) ότι η αναφορική έχει θέση γενικής συγκριτικής, δεν θα συντάξουμε το τοὐναντίον ως υποκείμενο του ἐγεγένητο, αλλά θα εννοήσουμε ένα τι ως υποκείμενο, το οποίο θα είναι αυτό ο α΄όρος; Έτσι όμως δεν είναι σαν να ακυρώνουμε τη λειτουργία του επιθέτου ως υποκειμένου, την οποία αλλού αποδεχόμαστε, όταν παραλείπεται το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό ή αντωνυμία;
Από τη στιγμή που θέλεις να βρεις τον α' όρο σύγκρισης, αναγκαστικά θα τον εννοήσεις. Στο παράδειγμά σου, θα εννοούσα το "πράγμα" ως α' όρο και πραγματικό υποκείμενο της πρότασης.
Μπορώ να πω ότι ο α΄όρος σύγκρισης είναι το ουσιαστικό που παραλείπεται και του οποίου τη θέση, ως υποκειμένου, παίρνει το επίθετο τοὐναντίον, που είναι η συγκριτική λέξη; Αποδίδει αυτή η διατύπωση αυτό που συμβαίνει εδώ;
Γιατί θα ήταν ασυνεπές αλλού να συντάσσω με ένα επίθετο ως υποκείμενο,....
ἀναμνήσθητε δὲ καὶ τῶν ἄλλων κακῶν ἃ πεπόνθατε ὑπ’ αὐτῶν: αν μετατρέψω τον ευθύ λόγο σε πλάγιο με εξάρτηση Λυσίας προτρέπει τοὺς δικαστάς, πρέπει να αλλάξω το ὑπ’ αὐτῶν σε ὑπ’ τούτων; Γιατί, η επαναληπτική αντωνυμία στον πλάγιο λόγο κανονικά δεν αναφέρεται στο αντικείμενο, ή κάποιες φορές και στο υποκείμενο του ρήματος εξάρτησης, αλλά πάντως όχι σε τρίτο πρόσωπο;
ὑπὸ τούτων εἰρήνης οὔσης ἀφῃρέθητε τὰ ὅπλα: θέλω να μετατρέψω τη σύνταξη σε ενεργητική. Το ἀφαιρῶ συντάσσεται και με αιτιατική πράγματος + γενική προσώπου και με δύο αιτιατικές. Νομίζω όμως ότι, εφόσον στην παθητική σύνταξη το υποκείμενο είναι πρόσωπο, η αντίστοιχη ενεργητική είναι με δύο αιτιατικές, γιατί, αν είχαμε στην ενεργητική γενική προσώπου και αιτιατική πράγματος, στην παθητική το υποκείμενο θα ήταν το άμεσο αντικείμενο, άρα η αιτιατική πράγματος. Συμφωνείτε;
Γνωρίζετε αν το ἀφαιροῦμαι απαντά σε παθητική σύνταξη με υποκείμενο πράγμα και αντικείμενο γενική προσώπου;
ἡγούμενοι τὴν αὑτῶν ἀρχὴν βεβαιοτέραν εἶναι τῆς παρὰ τῶν θεῶν τιμωρίας: μπορεί το τιμωρία να θεωρηθεί ότι έχει παθητική σημασία και το παρὰ τῶν θεῶν ποιητικό αίτιο (και όχι προέλευσης); Ή το ποιητικό αίτιο με ουσιαστικά εκφέρεται οπωσδήποτε με ὑπὸ και γενική;
Συμφωνώ, μόνο που θα προτιμούσα κατά τη μετατροπή τη χρήση του μέσου ἀφαιροῦμαι, του οποίου η σύνταξη με δύο αιτιατικές είναι συνήθης στους αττικούς, σε αντίθεση με την αντίστοιχη σύνταξη του ενεργητικού ἀφαιρῶ, που μάλλον σπανίζει.
Δεν μπορώ να αποκλείσω τη σύνταξη που προτείνεις, αλλά δεν βρίσκω και αποχρώντα λόγο να μην υιοθετήσω την κλασική (εμπρόθετο της προέλευσης), ιδιαίτερα στην έκφραση ἡ παρὰ τῶν θεῶν τιμωρία. Πιο πιθανό θεωρώ να έχει η λ. τιμωρία παθητική διάθεση, όταν σημαίνει "βοήθεια", οπότε το ποιητ. αίτιο μπορεί να εκφέρεται και με άλλο εμπρόθετο: Θουκυδ. I, 69, 5 τῇ ἀφ' ὑμῶν τιμωρίᾳ.
Αν δεις το λήμμα στο λεξικό του Adrados (DGE) στο Λογείον, θα δεις ότι το ενεργητικό και το μέσο συντάσσεται και με αιτιατική προσώπου και γενική πράγματος (πχ θυσίας ... τῶν ἑσσαμένων ... ἀφαιρήσεσθε Th.3.58).Λογικά, στην παθητική φωνή η αιτιατική δεν θα γίνει υποκείμενο;
οἳ τοὺς μὲν ἐκ τῆς ἀγορᾶς τοὺς δ’ ἐκ τῶν ἱερῶν συναρπάζοντες βιαίως ἀπέκτειναν: όταν τρέψω τη σύνταξη σε παθητική, πρέπει να αλλάξω και τη μετοχή συναρπάζοντες από ενεργητική σε παθητική; Δηλαδή ὑφ’ ὧν οἱ μὲν ἐκ τῆς ἀγορᾶς οἱ δ’ ἐκ τῶν ἱερῶν συναρπαζόμενοι βιαίως ἀπέθανον;
συγχαίρω δέ σοι πυνθανόμενος, πρῶτον μὲν ὅτι τῇ δυναστείᾳ τῇ παρούσῃ κάλλιον χρῇ τοῦ πατρὸς καὶ φρονιμώτερον: τη μετοχή πυνθανόμενος ο Τσουγανάτος την αναγνωρίζει ως κατηγορηματική από ρήμα που δηλώνει ψυχική διάθεση. Το συγχαίρω όμως εδώ έχει τη σημασία «συγχαίρω / δίνω συγχαρητήρια» και με αυτή τη σημασία δεν το βλέπω ψυχικού πάθους, ενώ η μετοχή μου φαίνεται καθαρά αιτιολογική (για ποιον λόγο τον συγχαίρει).