Κάποτε, σε μια φανταστική χώρα...
******
Μια μικρή μεταρρυθμιστική τραγωδία
Ελεύθερος Σκοπευτής (ΚΙΜΠΙ)
Ο κόσμος του Επενδυτή, 13 Ιανουαρίου 2007
Την εποχή της δύσης και παρακμής του νεοφιλελευθερισμού -την οποία ούτε ο ίδιος ούτε οι εκπρόσωποί του είχαν πάρει είδηση- μια χώρα αποφάσισε ν' αποτελέσει την παγκόσμια εξαίρεση. Να γίνει η χώρα-μοντέλο για τη φιλελεύθερη λύση, έτσι ακριβώς όπως την είχαν οραματιστεί οι πρωτεργάτες της στα τέλη της δεκαετίας του '70. Με ελάχιστο κράτος, το οποίο περιόριζε την απολύτως διακριτική παρουσία του στα άκρως απαραίτητα: στο κούρεμα του γκαζόν σε κεντρικές πλατείες των πόλεων, στη διαχείριση των νεκροταφείων (πάντα, όμως, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και με βάση τον νόμο προσφοράς και ζήτησης), στην παρακολούθηση των υπόπτων τρομοκρατίας και στη χρηματοδότηση του στρατού (απασχολούμενου συνήθως σε εκτός συνόρων αποστολές, κατά τις επιταγές των αμυντικών συμμαχιών στις οποίες ήταν ενταγμένη η χώρα). Όλοι οι άλλοι τομείς της κοινωνικοοικονομικής δραστηριότητας είχαν αφεθεί στη μέριμνα των ιδιωτών.
Καθώς η χώρα βρισκόταν στην οικονομία της γνώσης και της πληροφορίας, αυτής της υπέρτατης πηγής πλούτου, πεμπτουσία της φιλελεύθερης μεταμόρφωσής της ήταν η πλήρης ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Οριζοντίως και καθέτως. Η μετάβαση έγινε αναίμακτα, χάρη στην ανωτερότητα που επέδειξαν οι πολιτικές ηγεσίες, μη διστάζοντας να θυσιάσουν το σασπένς του πολιτικού παιγνίoυ στην εθνική αναγκαιότητα της συναίνεσης. Η τομή έγινε στα πανεπιστήμια. Με εξαιρετική γενναιοδωρία, το κράτος παρέδωσε τα κλειδιά τους σε μιαν επιτροπή που συγκροτήθηκε από την αφρόκρεμα της επιχειρηματικής ηγεσίας (με κριτήρια τον ετήσιο τζίρο, το Ρ/Ε των μετοχών των εταιρειών τους, τα μερίδια στην εγχώρια αγορά και τις εξαγωγικές τους επιδόσεις). Το κράτος ανέλαβε το αυτονόητο, να επιδοτεί δηλαδή μέρος των διδάκτρων των φοιτητών ανάλογα με το εισόδημα και τη φοροδοτική ικανότητα των οικογενειών τους. Και η συντονιστική επιτροπή των επιχειρηματιών ανέλαβε το τιτάνιο έργο της εξυγίανσης των σχολών και του εκσυγχρονισμού στα προγράμματα σπουδών τους. Μέρες και μήνες μελετούσαν το δαιδαλώδες πρόγραμμα σπουδών των ιδιωτικοποιημένων δημόσιων πανεπιστημίων. Κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, άρχισαν τις καινοτομίες.
«Τι χρειαζόμαστε τη φιλοσοφία;», αναρωτήθηκε ο βιομήχανος, που ουδέποτε είχε χρειαστεί να πάρει φιλόσοφο ή κάτι παρεμφερές στη δούλεψή του και ήταν πεπεισμένος ότι αυτοί οι χαρτογιακάδες ήταν ανίκανοι να συμβάλουν στο ελάχιστο στην παραγωγή μιας καρφίτσας. Και εισηγήθηκε την κατάργηση των φιλοσοφικών σπουδών και τη μετεξέλιξη των αντίστοιχων σχολών σε τμήματα marketing και public relations. Και με τον καιρό οι άνθρωποι ξέχασαν τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, τον Αυγουστίνο και τον Ακινάτη (όσοι τούς ήξεραν). Τα τελευταία αντίτυπα του «Λεβιάθαν» του Hobbes βρίσκονταν μόνο σε παλαιοπωλεία και το «Περί ελευθερίας» του Τζον Στιούαρτ Μιλ σωζόταν μόνο στα μουσεία.
«Τι χρειαζόμαστε την αρχαιολογία;», αναρωτήθηκε ο ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης κατασκευαστικής της χώρας, ο οποίος είχε πικρά πείρα από αρχαιολόγους, κάθε φορά που οι εκσκαφείς του σκόνταφταν σε κάτι παλιομάρμαρα και οι εργολάβοι του δεν προλάβαιναν να τα αλέσουν στα θεμέλια των μικρομέγαλων έργων του. Και εισηγήθηκε την κατάργηση των αρχαιολογικών σχολών και τη διοχέτευση των σπουδαστών τους σε σχολές design τουριστικών σουβενίρ, τεχνικών αναπαλαίωσης και διακόσμησης. Και με τον καιρό, η χώρα που έκρυβε στο υπέδαφός της αλλεπάλληλα στρώματα ιστορίας πέντε-έξι χιλιάδων χρόνων συνήθισε να θεωρεί μνημεία και αξιοθέατα τα The Mall, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και τα multiplex σινεμά.
«Τι χρειαζόμαστε τη φιλολογία και τη γλωσσολογία;», αναρωτήθηκε ο εκδότης, που τον εκνεύριζαν αυτοί οι ηλίθιοι διορθωτές κάθε φορά που ψείριζαν τα σημεία στίξης, οι επιμελητές κειμένων και οι συγγραφείς που καθυστερούσαν την έκδοση του επόμενου best seller. Και εισηγήθηκε την κατάργηση των φιλολογικών τμημάτων και τη μετατροπή τους σε ταχύρρυθμα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, με προτεραιότητα στις γλώσσες των αγορών με τις οποίες υπήρχε ικανοποιητικό εμπορικό ισοζύγιο. Και με τον καιρό, αναπτύχθηκε μια γενιά πολιτών που μιλούσε ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα «γκρίκλις», εμπλουτισμένο με τη διαφημιστική αργκό, έγραφε τη γλώσσα με «όμικρον» και ένα «σίγμα», αγνοούσε τι εστί Όμηρος, Σοφοκλής ή Σεφέρης και αναγνώριζε ως ποίηση τους στίχους: «'Ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση...».
«Τι χρειαζόμαστε την κλασική πολιτική οικονομία;», αναρωτήθηκε ο χρηματιστής, που είχε άχτι τον Ρικάρντο από τότε που σπούδαζε στο London School of Economics. Και εισηγήθηκε τη δραστική αναμόρφωση των οικονομικών σπουδών, με έμφαση στη μικροοικονομία, με δεσπόζουσα θέση για τους Φρίντμαν και Χάγιεκ και στροφή στις νεότερες τάσεις του managemeηt, της οικονομετρίας, της τραπεζικής και της λογιστικής. Με τον καιρό, έγιναν ασήμαντα βιογραφικά λήμματα στις εγκυκλοπαίδειες τα ονόματα Σμιθ, Μάλθους, Μαρξ, Γκαλμπρέιθ, χρήσιμα μόνο σε μανιώδεις, δυνατούς λύτες εξεζητημένων σταυρόλεξων.
«Μα τι χρειαζόμαστε Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Ιστορία Τέχνης ή Μουσική Ακαδημία;», αναρωτήθηκε ο πρόεδρος αλυσίδας multiplex. Αλλά, πριν προκάμει να εισηγηθεί την κατάργησή τους, τον πρόλαβε η γυναίκα του, που αναρωτήθηκε με τη σειρά της τι θα βάλει στους τοίχους του τρίτου εξοχικού τους δίπλα στο χιονοδρομικό κέντρο, πώς θα πηγαίνει στο Μέγαρο Μουσικής και τι δώρα θα κάνει στους φίλους τις γιορτές. Κι έτσι ο πρόεδρος περιορίστηκε να εισηγηθεί τον δραστικό περιορισμό των εισακτέων στις σχολές αυτές («έτσι θ' ανέβουν και οι τιμές των πινάκων, αγάπη μου», τον είχε συμβουλεύσει η σύζυγος). Και με τα χρόνια οι άνθρωποι αναγνώριζαν τον Ντα