0 μέλη και 7 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Πρώτα απ'όλα να σου πω ότι δεν έχω κάποιο παράδειγμα να σου δώσω... και δεν ξέρω καν αν ισχύει... Έστω λοιπόν ότι έχουμε να μετατρέψουμε μια ειδική πρόταση στον ευθύ λόγο, η οποία συνοδεύεται από μία δευτερεύουσα τελική πρόταση που εκφέρεται με Ευκτική... η δευτερεύουσα τελική θα διατηρήσει την έγκλισή της ή θα πρέπει να τη μετατρέψουμε σε Υποτακτική;
Μιλάς προφανώς για τελική πρόταση στον πλάγιο λόγο εκφερόμενη με ευκτική. Ο λόγος γίνεται για την ευκτική του πλάγιου λόγου, η οποία οπωσδήποτε θα μετατραπεί στον ευθύ λόγο.
Έγινε αποστολή χωρίς να ολοκληρώσω το μήνυμα. Έλεγα ότι είδα και ένα άλλο παράδειγμα Μένων δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν ἄρχειν, ὅπως πλείω λαμβάνοι, το οποίο ανήκει στον πλάγιο λόγο, και προσπαθώντας να το μετατρέψω σε ευθύ συνειδητοποίησα ότι δεν ξέρω αν πρέπει να γίνει επιθυμώ ή επεθύμουν άρχειν, ίνα... ή άρχω (υποτακτική), ίνα...
Γιατί οπωσδήποτε; Δεν παίζει ρόλο το ρήμα εξάρτησης;
H ευκτική του πλάγιου λόγου δεν πήρε αυτό το όνομα έτσι τυχαία, για να γίνεται κάποιος λόγος. Η παρουσία της δεν αιτιολογείται μόνο από το ότι εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, όπως κάκιστα συνηθίζεται να λέγεται, αλλά κυρίως από το ότι βρίσκεται σε δευτερεύουσες προτάσεις του πλαγίου λόγου. Αν επαρκούσε η αιτιολόγησή της από ιστορικό χρόνο, πώς θα αιτιολογούσαμε την έγκλιση κάποιων προτάσεων (π.χ. των χρονικών του προτεροχρόνου) οι οποίες πάντοτε εκφέρονται με απλή οριστική και, φυσικά, εξαρτώνται πάντοτε από ιστορικό χρόνο;
Ας δούμε ένα άλλο παράδειγμα τελικής πρότασης: Θουκυδ. ΙΙ, 60, 1 ἐκκλησίαν τούτου ἕνεκα ξυνήγαγον, ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι. Εδώ ο ομιλητής (Περικλής) μεταφέρει σε εμάς τον σκοπό που πρωτύτερα ο ίδιος είχε στο μυαλό του και που εξακολουθεί να υφίσταται και τη στιγμή αυτή που μιλάει (γι' αυτό και οι υποτακτικές αντί για ευκτικές)· δηλαδή και πάλι πλάγιο λόγο έχουμε, γιατί ο ομιλητής-πομπός μεταφέρει τις προθέσεις του στον αναγνώστη-δέκτη. Ο ευθύς λόγος θα μπορούσε να είναι κάπως έτσι: τὸν Περικλέα κακίζομεν, ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγει.
Apri, το απόσπασμά μου το οποίο παραθέτεις είναι κάπως εκτενές, και δεν καταλαβαίνω πού ακριβώς διαφωνείς,
Η ερώτησή μου ήταν απλή: πώς αιτιολογούμε την απλή οριστική σε προτάσεις σαν κι αυτή που έγραψα παραπάνω, αν δεχτούμε ότι το μοναδικό κριτήριο για την αιτιολόγηση της ευκτικής του πλάγιου λόγου είναι η εξάρτηση της πρότασης από ιστορικό χρόνο; Και αν κάποιος μαθητής, λίγο "ψαγμένος", μας ρωτήσει γιατί αυτές οι προτάσεις δεν εκφέρονται ποτέ με ευκτική του πλάγιου λόγου, ενώ εξαρτώνται από ιστορικό χρόνο, τι απάντηση θα του δώσουμε;
Διαφωνώ στο ότι η ευκτική στις δευτερεύουσες προτάσεις συνδέεται αποκλειστικά με τον πλάγιο λόγο.
Δεν εκφέρεται με ευκτική, γιατί πρέπει να είναι σαφές ότι εκφράζει πραγματική πράξη.Αν εκφερόταν με ευκτική, θα δήλωνε ότι ο ομιλητής δεν είναι βέβαιος για το γεγονός, κάτι που συμβαίνει πάντα στο είδος που εκφράζει την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν.
Δες και την περίπτωση των τελικών προτάσεων. Αν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου, εκφέρονται με ευκτική. Αν όμως ο ομιλητής συνεχίζει να θεωρεί πιθανό το σκοπό, τότε διατηρεί την υποτακτική. Αν θεωρεί τον σκοπό μη πραγματικό/απραγματοποίητο, τότε χρησιμοποιεί οριστική ΙΧ, γιατί μόνο αυτή δηλώνει το μη πραγματικό. Από την άλλη, αν θέλει να εκφράζει έναν αβέβαιο/υποκειμενικό σκοπό, τότε μπορεί να χρησιμοποιήσει ευκτική ακόμα και μετά από ρήμα Α.Χ.