0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Μια συνήθεια – όχι όμως ιδιαίτερα διαδεδομένη – στα συμπόσια ήταν ο καθένας από τους συμμετέχοντες να συμβάλει το μερίδιό του στα φαγητά – ένα βάρος που κουβαλούσαν οι δούλοι. Αυτό σημαίνει το: συνεσκευασμένος πάντα τὰ ἐπιτήδεια. Το αστείο εδώ στα λόγια του Φιλίππου εντοπίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην παραπάνω φράση και στο: δειπνεῖν τἀλλότρια
Νομίζω ότι η μετοχή μέλλοντα εδώ (τῶν συμβησομένων) αφενός θα έχανε την αοριστολογική χροιά που έχει η μτχ. τῶν συμβάντων (= τῶν ἀγαθῶν ἃ ἂν ἡμῖν συμβῇ), αφετέρου δε θα μπορούσε να έχει και μια υπόνοια σκοπού ή αποτελέσματος, όπως συχνά συμβαίνει μ' αυτές τις μετοχές.
Είναι αλήθεια ότι ως υποθετική δεν ξέρω αν μπορεί αναλυθεί με οριστική μέλλοντα σε σχέση πραγματικού, γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις, τουλάχιστον στις καθαρά υποθετικές, η υπόθεση δηλώνει κάτι ανεπιθύμητο και η απόδοση μια απειλή, πράγμα που δεν ισχύει εδώ.
Από την άλλη, αν δεχθούμε την ύπαρξη σκοπού στη μετοχή μέλλοντα, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη μια αναφορική-τελική..... ;
Στην νεοελληνική απόδοση όμως «όσοι θα μπορέσουν» η πρόταση δεν έχει αοριστολογική χροιά; Και δεν είναι μόνο η πρόταση της ν.ε αλλά και το (σπάνιο) ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει (Θουκ. 1.22.4), με απόδοση όμως οριστική μέλλοντα.
Δεν βλέπω πώς θα ταίριαζε στο νόημα της πρότασης, αν της δώσεις τελική σημασία.
Εδώ όλη η αναφορική (που λειτουργεί ως αιτιατική) είναι το υποκείμενο του "κρίνειν", που είναι το υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης σε οριστική μέλλοντα. Δεν έχουμε υπόθεση και απόδοση.
«Πρέπει να φροντίζουν πώς θα είναι πιο συνετοί από τους άλλους αυτοί που θα μπορέσουν (= για να μπορέσουν) να κάνουν αυτά». Δεν είπα βέβαια ότι η μετοχή είναι τελική, απλώς εξετάζω όλα τα ενδεχόμενα.
Στον Smyth (2565a) τη βρήκα ως σπάνια περίπτωση αναφορικοϋποθετικής με οριστική μέλλοντα, αλλά δεν μου φάνηκε και περίεργο νοηματικά∙ «όσοι / αν κάποιοι (θα) θελήσουν ... θα είναι αρκετό να κρίνουν αυτά ωφέλιμα». ;
Τώρα κοίταξα και στον Goodwin και τη δίνει και αυτός (530) ως εξαίρεση αναφορικοϋποθετικής με οριστική μέλλοντα αντί υποτακτικής. Αναφέρει όμως και μια άλλη περίπτωση αναφορικοϋποθετικών προτάσεων με οριστική μέλλοντα (527), όπως και υποθετικών (407), για τις οποίες θεωρεί ότι αναφέρονται στο παρόν, και όχι στο μέλλον, και ότι η οριστική μέλλοντα δεν μπορεί να αντικατασταθεί σε αυτές με υποτακτική (408). [/i];
Στο 530 ο Goodwin λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω για τον όρο αναφοράς (as if the antecedent were definite). Μήπως καταλαβαίνεις τι εννοεί;
Δεν μου ταιριάζει καθόλου, γιατί η επίδειξη σύνεσης δεν φαίνεται να είναι η προϋπόθεση για να μπορέσουν κάποιοι κάτι ή να σκεφτούν κάτι. Είναι αυτό που πρέπει να κάνουν, εφόσον μπορούν και σκέφτονται. Γι' αυτό και οι μετοχές προηγούνται των απαρεμφάτων, δεν έπονται.
Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοεί αυτός, πάντως οι προθέσεις και οι αναγκαιότητες, μπορεί να είναι τωρινές ή όχι, αλλά εξ ορισμού αφορούν πράξεις που θα γίνουν στο μέλλον, άμεσο ή μακρινό.
Αυτό που φαντάζομαι ότι εννοεί είναι πως είναι λίγο αντιφατικό να έχεις μια αοριστολογική αναφορική αντωνυμία, δηλ. μια αντωνυμία που δηλώνει κάτι αόριστο και υποθετικό, και από την άλλη μια οριστική μέλλοντα που δείχνει κάτι το βέβαιο στο μέλλον. Θα ήταν δηλ. πιο λογικό να έχεις την οριστική σε μια πρόταση στην οποία η αναφορική αντωνυμία αναφέρεται σε συγκεκριμένο όρο.
Νομίζω πως αυτή η συνύπαρξη δικαιολογείται, αν δοθεί στην πρόταση η έννοια που σου έγραψα πιο πάνω στην παρένθεση:"Σ' αυτές τις περιπτώσεις η υπόθεση έχει την έννοια "αν όντως συμβεί αυτό στο μέλλον", υπονοώντας ότι είναι πράξη που ομιλητής δεν θέλει (και ίσως, θεωρεί απίθανη λόγω των συνεπειών της ή άλλων εμποδίων). Αυτό δηλ. που περνάει από το μυαλό μου, αλλά δεν το έχω επιβεβαιώσει σε κάποιο συντακτικό, είναι ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις ο ομιλητής μέσω αυτής της φαινομενικής αντιφατικότητας υπονοεί (αν το εννοούσε ευθέως, θα έβαζε υποτακτική ή ευκτική) ότι δεν είναι βέβαιος ότι η πράξη θα συμβεί, γιατί είναι πράξη που είναι δεδομένο ότι έχει πολύ αρνητικές συνέπειες ή απαιτεί ισχυρή βούληση ή έχει σημαντικό βαθμό δυσκολίας.Το λέω αυτό έχοντας στο μυαλό μου και κάποιες υποθετικές προτάσεις της παλαιάς αγγλικής, όπου χρησιμοποιείται η οριστική μέλλοντα στην υπόθεση, όταν μάλλον από ταπεινότητα του ομιλητή τίθεται σε αμφισβήτηση αν το υποκείμενο θα δείξει την ισχυρή θέληση να πράξει κάτι για χάρη του:"If the plaintiff will consent to reduce the charges, ...""If Her Majesty will deem us worthy, ...""If Your Honor will bestow upon us the favor of an audience in chambers, ..."Ας πούμε, το παράδειγμα από τον Θουκυδίδη, θα μπορούσε να έχει την έννοια ότι ο συγγραφέας δεν θεωρεί απόλυτα βέβαιο ότι κάποιοι θα έχουν τη θέληση να ασχοληθούν με τα ιστορικά γεγονότα που ο ίδιος καταγράφει.Ή ενδεχομένως, στη μετοχή "δυνησομένους" στο άλλο παράδειγμα, να υπονοείται ότι η δυνατότητα προϋποθέτει την υπέρβαση κάποιων γνωστών ισχυρών εμποδίων.
για το δεύτερο αρκεί το ίδιο ρήμα, το αἱροῦμαι, ως παθητικό, όπως μαρτυρούν και ο παθητ. μέλλοντας και ο παθητ. αόριστος.