0 μέλη και 6 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Δηλαδή, συμφωνείς με τη σύνταξη του Καρατσώλη; Εδώ που τα λέμε, σίγουρα κάπου θα βασιζόταν ο Καρατσώλης, για να συντάσσει έτσι. Το ἔν τινί εἰμι όμως σημαίνει «εξαρτώμαι από κάποιον» και, ακόμα αν το υποκείμενο είναι η λέξη μέρος, πώς μπορεί η περίφραση να είναι παραλλαγή του μέτεστί μοί τι; Ας υποθέσουμε ότι δεν υπήρχε το απαρέμφατο, αλλά είχαμε οὐκ ἐλάχιστον ἐν ὑμῖν ἐστι μέρος. Αυτό δεν θα σήμαινε «εξαρτάται από εσάς το μεγαλύτερο μέρος»; Έχει αυτή η σημασία καμία σχέση με το «υπάρχει κάτι σε εμένα και σε άλλους»; Πώς προκύπτει το δεύτερο από το πρώτο; Επιπλέον, από τη στιγμή που έχουμε και απαρέμφατο και αφού υπάρχει απρόσωπο ἔν τινί ἐστι, βρίσκεις πιο σωστό να συντάξουμε το μέρος ως υποκείμενο και να θεωρήσουμε το απαρέμφατο σκοπού / αποτελέσματος; Εμένα δεν μου ταιριάζει καθόλου. Τι πιο λογικό από το νόημα «εξαρτάται από εσάς κατά το μεγαλύτερο μέρος να επιθυμείτε όσο το δυνατόν περισσότεροι την παρούσα κατάσταση»; Αυτό το νόημα όμως δεν προκύπτει από τη σύνταξη του Καρατσώλη, η οποία, αν κατάλαβα καλά, προϋποθέτει κάποια ισοδυναμία του ἐν ὑμῖν ἐστι μέρος με το μέτεστι ὑμῖν μέρος, ισοδυναμία που δεν μπορώ να αντιληφθώ.
Η ύπαρξη του μοι τι σχέση έχει με το αν η σύνταξη είναι απρόσωπη ή προσωπική; Θα μπορούσε να υπάρχει η δοτική και σε προσωπική σύνταξη ως αντικείμενο, χωρίς, νομίζω, να αλλάζει το νόημα, «τίποτα από αυτά που έκανα και στη δημοκρατία και στην ολιγαρχία δεν αρμόζει σε εμένα, ώστε / για να είμαι αρνητικά διακείμενος στη δημοκρατία» [η μετάφραση αυτή βέβαια δεν είναι καλή, αλλά ούτε και με τη σύνταξη που προτιμάει ο Καρατσώλης (απρόσωπη και οι αναφορικές προσδιορισμός της αιτίας) μπορεί να βγει καλή κατά λέξη μετάφραση]. Το ερώτημα για μένα είναι κατά πόσο είναι συντακτικά ορθό (το νόημα δεν μου φαίνεται να αλλάζει), ώστε μάλιστα να το δέχεται η κοινή αντίληψη, να θεωρήσουμε το οὐδὲν υποκείμενο, οπότε αναγκαστικά και το απαρέμφατο σκοπού / αποτελέσματος. Ίσως ο Καρατσώλης να εννοεί κάποια άλλη σύνταξη.
Η ύπαρξη του "μοι" είναι σημαντική, γιατί η προσωπική σύνταξη ("από όσα έκανα, τίποτα δεν ταιριάζει με εμένα, ώστε να είμαι κακοπροαίρετος) ακριβώς επειδή υπάρχει το "μοι" δεν δίνει το νόημα που ταιριάζει στα συμφραζόμενα.Αυτός θέλει να πει ότι όσα έκανε δεν ταιριάζουν στο προφίλ του κακοπροαίρετου.
Βρήκα όμως και ακόμη ένα παράδειγμα όπου η ονομαστική είναι σίγουρη: Ηροδ. VII, 157, 11 μοῖρά τοι τῆς Ἑλλάδος οὐκ ἐλαχίστη μέτα ἄρχοντί γε Σικελίης. Εδώ είναι σαφέστατο ότι το ρ. μέτα είναι προσωπικό.
πάντες γὰρ ἐπίστασθε ὅτι ἐν τῇ προτέρᾳ δημοκρατίᾳ τῶν τὰ τῆς πόλεως πραττόντων πολλοὶ μὲν τὰ δημόσια ἔκλεπτον, ἔνιοι δ' ἐπὶ τοῖς ὑμετέροις ἐδωροδόκουν: τι πιστεύετε ότι δηλώνει ο εμπρόθετος ἐπὶ τοῖς ὑμετέροις; Ο Καρατσώλης σκοπό, αλλά εμένα μου ταιριάζει καλύτερα η εναντίωση, όπως γράφει ο Γρηγορόπουλος για τους εμπρόθετους στα τὴν γενομένην ἐπὶ τῷ Μήδῳ ξυμμαχίαν και τοῦτο οὐκ ἐπ’ ἐμοὶ ἐμηχανήσαντο.
νῦν δέ, ὅτε ὑπὲρ τῶν ἐκείνοις ἡμαρτημένων τὸ πλῆθος κακῶς ποιεῖν ἠξίουν, ἠγανακτεῖτε, ἡγούμενοι δεινὸν εἶναι τὰ τῶν ὀλίγων ἀδικήματα πάσῃ τῇ πόλει κοινὰ γίγνεσθαι: τη γραφή με ὅτε τη βρήκα στην έκδοση του perseus. Ο Καρατσώλης έχει γραφή με ὅτι και μιλάει για αιτιολογική πρόταση η οποία, όπως και η αιτιολογική μετοχή ἡγούμενοι, προσδιορίζει το ἠγανακτεῖτε, αλλά δευτερεύουσα πρόταση και μετοχή δεν παρατάσσονται, απλώς η δεύτερη διευρύνει την πρώτη, με κοινό σημείο τις λέξεις πλῆθος και πάσῃ τῇ πόλει, που είναι ισοδύναμες (αυτό το τελευταίο με το κοινό σημείο δεν το κατάλαβα). Αν και δεν γνωρίζω ποια γραφή ανήκει πού και είναι πιο πιθανή, η γραφή που έχει ο Καρατσώλης μού φαίνεται ότι μπερδεύει τα πράγματα και, αν δεν υπάρχει λόγος για να δεχθούμε το ὅτι, θα προτιμούσα το ὅτε. Άλλωστε και η θέση της πρότασης πριν από το ρήμα που προσδιορίζει –χωρίς βέβαια αυτό να είναι απόλυτο- συνηγορεί υπέρ της χρονικής. Εσείς τι λέτε;
Στο ποιῆτε έμμεσο αντικείμενο πρέπει να είναι η αναφορική ἃ πάσχοντες ἄδικα ἐνομίζετε πάσχειν. Αυτή δεν είναι; Ο Καρατσώλης όμως γράφει «το ποιῆτε πλην του εμφανούς αντ. ἑτέρους συμπληρώνει απαραιτήτως και αντ. ἅ, ἄδικα από τα προηγούμενα». Τι εννοεί;
οὐ τοίνυν ἄξιον χρῆσθαι τούτοις, οἷς ἐκείνους ἑωρᾶτε ἐξαμαρτάνοντας, οὐδὲ ἃ πάσχοντες ἄδικα ἐνομίζετε πάσχειν, ὅταν ἑτέρους ποιῆτε, δίκαια ἡγεῖσθαι: το ἄδικα το προτιμάτε σύστοιχο αντικείμενο στο πάσχειν ή επιρρηματικό κατηγορούμενο τρόπου σε εννοούμενο αντικείμενο ἅ; Εγώ επιρρηματικό κατηγορούμενο. Ο Καρατσώλης το χαρακτηρίζει σύστοιχο αντικείμενο και αναφέρει τη δεύτερη εκδοχή ως δελεαστική προχωρημένη αντίληψη. Εμένα πάλι δεν μου φαίνεται καθόλου προχωρημένη, γιατί νοηματικά το επιρρηματικό κατηγορούμενο τρόπου μού βγήκε αυθόρμητα, πριν δω τι γράφει ο Καρατσώλης.
Αντιθέτως, αν θεωρηθεί αιτιολογική, το "νυν" σχετίζεται μόνο με το "αγανακτείτε" της κύριας, που κινείται στο ίδιο χρονικό επίπεδο.
Το πάσχω δίκαια/ἄδικα είναι μια κλασική φράση με σύστοιχο αντικείμενο. Δεν βλέπω αποχρώντα λόγο για να διαφοροποιήσουμε τη σύνταξη αυτή, αν και δεν μπορώ να το αποκλείσω. Τώρα, αν μας βγαίνει στη μετάφραση το επίρρημα αδίκως, είναι άλλο πράγμα· και σε άλλες περιπτώσεις το σύστοιχο αντικείμενο μπορεί να μεταφραστεί και επιρρηματικώς: ἡδὺ γελῶ (= γελώ γλυκά), μέγα κήδομαι (= φροντίζω πολύ) κ.ά.
Το "πάσχω" δεν μπορεί να πάρει επιρρηματικό κατηγορούμενο αντικειμένου, ούτε καν απλό κατηγορούμενο αντικειμένου. Όταν λες "πάσχω τι άδικον", το "άδικον" δεν είναι κατηγορούμενο, γιατί δεν δείχνει μια ιδιότητα που αποκτά το "τι" με την ενέργεια του ρήματος (όπως π.χ το "στέλνω κάποιον βοηθό"). Το "άδικον" λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός στο "τι" και ελλείψει αυτού ως σύστοιχο αντικείμενο στη θέση του.
ως αιτιολογική όμως στέκει θαυμάσια. Και δεν έχει σημασία που αιτιολογική πρόταση και αιτιολογική μετοχή δεν συνδέονται παρατακτικώς. Τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή δύο αιτίων μη παρατασσόμενων, έχουμε συναντήσει πολλές.
γιατί το νῦν δεν έχει εδώ αυστηρά χρονική σημασία, αλλά απλώς θέτει το πραγματικό μετά από υποθετικό λόγο του μη πραγματικού· όθεν και μπορεί να συνάπτεται με ρήμα οποιουδήποτε χρόνου (LSJ, 4).
Το "άδικον" λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός στο "τι"
Νοηματικά όμως γιατί την προτιμάτε αιτιολογική; Τι δεν σας ταιριάζει καλά στη χρονική; Εμένα η χρονική (όχι βέβαια ως επεξήγηση στο νῦν) μου δίνει πληρέστερο νόημα, γιατί έτσι το ρήμα προσδιορίζεται και χρονικά και αιτιολογικά. Έχουμε: «αν οι Τριάκοντα τιμωρούσαν αυτούς μόνο, θα τους θεωρούσατε και εσείς αγαθούς άνδρες. Αντίθετα/πράγματι όμως, ... αγανακτούσατε, διότι πιστεύατε ότι είναι φοβερό τα αδικήματα των λίγων να γίνονται κοινά για όλη την πόλη». Εφόσον την αιτιολογία την έχουμε, δεν σας λείπει το «πότε»;
Το νῦν χρησιμοποιείται συχνά για να εισαγάγει το πραγματικό μετά από υποθετικό λόγο του μη πραγματικού, αλλά πρώτη φορά το βλέπω με ρήμα ιστορικού χρόνου, και έτσι τώρα συνειδητοποίησα ότι αυτό το νῦν δεν έχει χρονική σημασία. Όταν όμως το ρήμα της πρότασης είναι σε ενεστώτα, οπότε το επίρρημα μοιάζει να λειτουργεί καθαρά χρονικά, στην πραγματικότητα πάλι δεν έχει χρονική σημασία;
Συνάδελφοι, λάβετε υπόψη και τη σύνταξη νομίζω + αιτ (αντικ) + αιτ (κατηγ): το ἄδικα θα μπορούσε να είναι κατηγ. στο ἅ, ενώ το πάσχειν μπορεί να εξαρτάται από το ἄδικα (απρ. αναφοράς). Κάπως έτσι φαίνεται να το βλέπει και η μετάφραση του Περσέα. Έτσι αντιστοιχεί και στην επόμενη φράση "δίκαια ἡγεῖσθε" (όσα νομίζατε άδικα - θεωρείτε δίκαια)
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί με όλα τα ρήματα να έχουμε επιρρηματικό κατηγορούμενο σε θέση επιρρηματικού προσδιορισμού και, επομένως, δεν αποτελεί πάντοτε ασφαλές κριτήριο για το αν ένα επίθετο είναι επιρρηματικό κατηγορούμενο η δυνατότητα αντικατάστασής του με επιρρηματικό προσδιορισμό, σωστά;
Το ἄδικον θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο επίθετο, όπως είχαμε πει για το ἀγαθὸν και το καλόν, και να είναι αυτό το αντικείμενο και το τι ο επιθετικός;