0 μέλη και 4 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
@SaliΓια παράδειγμα, λέμε ότι έχουμε "ευκτική του πλαγίου λόγου" στις αιτιολογικές ή τις συμπερασματικές προτάσεις μετά από ρ. ΙΧ. Πλάγιος λόγος, όμως, δεν υπάρχει. Άρα, δεν θα έπρεπε να έχουμε ευκτική;
Ή εσύ λες ότι στην περίπτωση της χρονικής που εκφράζει προτερόχρονο θα εξηγήσεις την παρουσία της οριστικής, όχι μόνο επειδή εκφράζει το πραγματικό, αλλά και επειδή η πρόταση βρίσκεται στον ευθύ λόγο. Μα και σε πλάγιο λόγο να βρισκόταν, πάλι οριστική ΙΧ θα είχαμε, για να είναι με σαφήνεια δηλωμένο το πραγματικό και το προτερόχρονο.
Εδώ θα διαφωνήσω. Και βέβαια υπάρχει πλάγιος λόγος. Στο γνωστό χωρίο από τον Θουκυδίδη (στο οποίο παραπέμπει και ο Smyth, για να αποδείξει ότι υπάρχει implied indirect discourse): ΙΙ, 21, 3 (Ἀθηναῖοι) τὸν Περικλέα ἐκάκιζον, ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγοι, ο προσεκτικός ιστορικός με την αιτιολογική πρόταση μεταφέρει σε εμάς τη γνώμη και τα λόγια των επικριτών του Περικλή, γι' αυτό και η ευκτική του πλάγιου λόγου. Βεβαίως δεν υπάρχει κάποιο από τα γνωστά μας ρήματα εξάρτησης για πλάγιο λόγο (λεκτικό, δοξαστικό, αντίληψης κ.τ.λ.), αλλά η αιτιολογική πρόταση αποτελεί πλάγιο λόγο implied.
Σωστά, αλλά αυτό δεν αναιρεί τη δική μου διαπίστωση για την αιτιολόγηση της οριστικής σ' αυτές τις προτάσεις.
Αναφερόμουν σε αιτιολογικές σαν την παρακάτω από τον Θουκυδίδη, που δεν φαίνεται να προκύπτει πλάγιος λόγος, αλλά εκφράζεται μια υποκειμενική αιτιολογική κρίση:"ἐλθόντας δὲ τοὺς στρατηγοὺς οἱ ἐν τῇ πόλει Ἀθηναῖοι τοὺς μὲν φυγῇ ἐζημίωσαν, Πυθόδωρον καὶ Σοφοκλέα, τὸν δὲ τρίτον Εὐρυμέδοντα χρήματα ἐπράξαντο, ὡς ......ἀποχωρήσειαν"
Οι εγκλίσεις είναι η γραμματικοποιημένη έκφραση της τροπικότητας, δηλ. δείχνουν μέσω της μορφολογίας τους τη στάση του ομιλητή απέναντι στο εκφώνημα.Όταν, λοιπόν, μπαίνουμε στη διαδικασία να δικαιολογήσουμε την παρουσία μιας έγκλισης, η απάντησή μας θα πρέπει να συνίσταται στο ποια τροπικότητα εκφράζει στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα και όχι το ποια είναι τα συμφραζόμενα.
Όταν λ.χ δικαιολογούμε την υποτακτική σε μια τελική πρόταση, η απάντηση είναι ότι η υποτακτική χρησιμοποιείται, γιατί εκφράζει τον πιθανό σκοπό και όχι γιατί η τελική πρόταση εξαρτάται από ρήμα Α.Χ.Στην περίπτωση της ευκτικής, τη δικαιολογούμε σωστά μόνο όταν κάνουμε λόγο για απλή σκέψη του λέγοντος στην έκφραση υπόθεσης, σκοπού κλπ. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, για έναν περίεργο λόγο κάνουμε επίκληση στα συμφραζόμενα και όχι στη λειτουργία της έγκλισης μέσα σ' αυτά: Μιλάμε για επαναληπτική ευκτική, λες και η ευκτική ως έγκλιση δηλώνει επανάληψη, ενώ στην πραγματικότητα η επανάληψη προκύπτει από όλη την περίοδο (κύρια+δευτερεύουσα). Παραδόξως, η υποτακτική που εμφανίζεται σε συναφή επαναληπτικά περιβάλλοντα, δεν βαφτίζεται "επαναληπτική".
Μιλάμε για ευκτική του πλαγίου λόγου, λες και η ευκτική εκφράζει πλάγιο λόγο, ενώ ο πλάγιος λόγος είναι απλώς ένα περιβάλλον όπου εμφανίζεται συχνά.
Εγώ τουλάχιστον αντιλαμβάνομαι και αποδέχομαι τη λογική της μερικής πλαγιότητας. Γι' αυτό και απαντώ στις παρατηρήσεις σου διευκρινίζοντας τις δικές μου θέσεις. Και έχω την αίσθηση ότι μιλάμε για το ίδιο πράγμα με άλλους όρους. Σε όλα τα παραδείγματα που παραθέτει ο Smyth μπορούμε να πούμε για την ευκτική αυτό που λες εσύ, ότι δηλαδή το περιεχόμενο της πρότασης παρουσιάζεται ως γνώμη κάποιου υποκειμένου, όχι του αφηγητή. Όλα αυτά ο Smyth τα ονομάζει implied indirect discourse.
Στο παράδειγμα του Smyth (2622 b): σπονδὰς ἐποιήσαντο, ἕως ἀπαγγελθείη τὰ λεχθέντα, πού ανιχνεύεται πλάγιος λόγος με την κλασική έννοια; Πουθενά, ασφαλώς· είναι όμως υπονοούμενος πλάγιος λόγος, αφού το περιεχόμενο της χρονικής πρότασης παρουσιάζεται ως λόγος των συνασπιζομένων, όχι του Ξενοφώντα. Ο υποτιθέμενος ευθύς λόγος: σπονδὰς ποιησόμεθα (ίσως ποιησώμεθα), ἕως ἂν ἀπαγγελθῇ τὰ λεχθέντα.
Να ρωτήσω τώρα κάτι για την ευκτική του πλαγίου λόγου στις ενδοιαστικές προτάσεις;Ο Μπαχαράκης και ο Αναγνωστόπουλος λένε ότι σε ευκτική του πλαγίου λόγου μετατρέπεται μόνο η υποτακτική, ενώ ο Γρηγορόπουλος αναφέρει και την οριστική και φέρνει ως παράδειμγα το εδεδοίκειν, μη εν τω κρατηρι φάρμακα υμιν μεμιγμενα είη, το οποίο μεταφράζει "φοβόμουν μήπως στον κρατήρα τα φάρμακα είχαν ανακατευτεί από εσάς". Αν ισχύει αυτό που λέει ο Γρηγορόπουλος, τότε,όταν έχουμε να μετατρέψουμε μια ενδοιαστική πρόταση με οριστική από ευθύ λόγο (ή υπονοούμενο πλάγιο ή όπως λέγεται) σε κλασικό πλάγιο λόγο (δηλαδή εξαρτώμενο από ρήματα λεκτικά, γνωστικά κ.λπ.) με ρήμα εξάρτησης σε ιστορικό χρόνο, πρέπει να μετατρέψουμε την οριστική σε ευκτική;Και αντίστροφα, όταν έχουμε μια ενδοιαστική πρόταση με ευκτική εντός κλασικού πλαγίου λόγου και θέλουμε να την μετατρέψουμε σε "ευθύ" , πρέπει να σκεφτούμε ότι ίσως η ευκτική αντικαθιστά οριστική; Και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει κάποιο κριτήριο διάκρισης ή μόνο το νόημα;
Και..., Sali, όταν βρεις χρόνο, θα μου απαντήσεις και στο προηγούμενο μήνυμά μου;
Μία ερώτηση θα ήθελα να θέσω για το παρακάτω χωρίο : καὶ Πελοποννησίων αὐτόσε νῆες ἑξήκοντα παρεπεπλεύκεσαν τοῖς ἐν τῷ ὄρει τιμωροὶ καὶ λιμοῦ ὄντος μεγάλου ἐν τῇ πόλει νομίζοντες κατασχήσειν ῥᾳδίως τὰ πράγματα. Θουκυδίδης Δ 2Το υποκείμενο της μετοχής "νομίζοντες" είναι η λέξη "Πελοποννήσιοι";
Απ' ό,τι φαίνεται, ναι.Η μορφή της πρότασης παραπέμπει σε μετωνυμία. Έχει μπει ως υποκείμενο του ρήματος το περιέχον (νήες) αντί για το έμψυχο περιεχόμενο (Πελοποννήσιοι). Θα ήταν πιο λογικό να λέει "Πελοποννήσιοι ναυσί εξήκοντα παρεπεπλεύκεσαν".
Όταν σε μια ειδική πρόταση έχουμε χρη + απαρέμφατο, π.χ. λέγων ὡς χρή πείθεσθαι Λακεδαιμονίοις, ή όταν έχουμε οριστική ρήματος επιθυμίας + απαρέμφατο, είναι σωστό να λέμε ότι η πρόταση εκφέρεται με οριστική γιατί δηλώνει πραγματικό / βέβαιο γεγονός; Αν και δεν έχω σαφή εικόνα περί τροπικότητας και διάκρισής της από τις εγκλίσεις (ο όρος αυτός έχει εισαχθεί τα τελευταία χρόνια στο συντακτικό και μόνο σε αυτό της νέας ελληνικής γλώσσας), έχω την αίσθηση ότι εδώ κάτι άλλο πρέπει να πούμε ή να προσθέσουμε…
Διάβασα ότι η οριστική των ιστορικών χρόνων και κυρίως του αορίστου συνήθως δεν μετατρέπεται σε ευκτική του πλαγίου λόγου, για να μην υπάρχει αμφιβολία αν η ευκτική του ενεστώτα αντιστοιχεί σε οριστική ενεστώτα ή παρατατικού και αν η ευκτική του αορίστου αντιστοιχεί σε οριστική ή υποτακτική αορίστου. Δεν μου φαίνεται όμως αυτή η εξήγηση επαρκής. Εξάλλου, είδα ότι η οριστική του αορίστου δεν μετατρέπεται και σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υφίσταται περίπτωση συγχύσεως, (όπως στο' ἔλεγον ὅτι ἄρκτοι πολλοὺς ἢδη πλησιάσαντας διέφθειραν), ενώ ο παρατατικός είναι πιο πιθανό να μετατραπεί. Μήπως υπάρχει και κάποια άλλη εξήγηση για αυτό; Μήπως ο αόριστος, επειδή αναφέρεται σε κάτι που ολοκληρώθηκε στο παρελθόν, δηλώνει συνήθως βέβαιο γεγονός, οπότε αυτός που το μεταφέρει (στον πλάγιο λόγο) επιλέγει να διατηρήσει την οριστική του αορίστου, για να δηλώσει αυτή την βεβαιότητα; Ενώ ο παρατατικός δεν καθιστά σαφές αν ολοκληρώθηκε ένα γεγονός, οπότε είναι πιο πιθανό αυτός που το μεταφέρει να θέλει να δηλώσει αβεβαιότητα και για αυτό τον μετατρέπει σε ευκτική;
Και το πιο αντιφατικό που διάβασα: ενώ η συνήθης αιτιολόγηση της διατήρησης της οριστικής μετά από ιστορικό χρόνο είναι ότι δηλώνεται βέβαιο γεγονός / αντικειμενική γνώμη, την οποία δέχεται και ο ομιλών ή ο αφηγούμενος, στην περίπτωση Οἱ μάντεις ἐπήλπισαν Ἀθηναίους ὡς λήψονται Σικελίαν, η διατήρηση της οριστικής αιτιολογείται ακριβώς με το αντίθετο σκεπτικό, ότι δηλαδή ο συγγραφέας διαφωνεί με την άποψη του υποκειμένου της κύριας πρότασης και για αυτό την παρουσιάζει όπως διατυπώθηκε. Μήπως η διαφορά εδώ βρίσκεται στο ως + οριστική μετά από ιστορικό χρόνο; Θέλω να πω, μήπως το ως με οριστική μετά από ιστορικό χρόνο χρησιμοποιείται μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις; Ξέρετε κάποιο άλλο παράδειγμα;
Η οριστική αορίστου μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε ευκτική του πλάγιου λόγου (αλλά και να διατηρηθεί αμετάβλητη), όταν ανήκει σε κύρια πρόταση κρίσεως· αλλά όταν ανήκει σε δευ/σα πρόταση, μένει αμετάβλητη, για να μην υπάρχει σύγχυση με την αντίστοιχη υποτακτική του ευθέος λόγου. Εξαιρούνται οι αιτιολογικές (ὅτι, ὡς), που μπορούν να μετατρέψουν την οριστική αορίστου σε ευκτική του πλάγιου λόγου. Ο παρατατικός και ο υπερσυντέλικος αποφεύγεται να μετατραπούν σε ευκτική του πλάγιου λόγου, για να μην υπάρχει σύγχυση με την οριστική ενεστώτα και παρακειμένου αντίστοιχα· όμως αν είναι βέβαιο ότι σύγχυση δεν θα υπάρξει, μετατρέπονται και αυτοί σε ευκτική του πλάγιου λόγου, αλλά αυτό δεν είναι συχνό.