0 μέλη και 3 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Σε γενικές γραμμές αρκετά βατό, αλλά έχει και τις δυσκολίες του. Και το κακό είναι ότι το πιο δύσκολο σημείο ἃ κοινὰ τρόπον τινὰ ἁπάντων ἐστὶ γνωρίζειν καὶ οὐδεμιᾶς ἐπιστήμης ἀφωρισμένης βρίσκεται στην αρχή και, αν αυτό δεν συνταχθεί όπως πρέπει, ώστε να δώσει το σωστό νόημα, μπορεί να γίνει λάθος και στα επόμενα. Θα καταλάβουν οι μαθητές ότι το ἁπάντων είναι αρσενικού γένους και ότι το γνωρίζειν εξαρτάται από το κοινά; Και η σύνδεση της γενικής απολύτου με την αναφορική (ή με την κύρια; ) δεν θα μπερδέψει; Επίσης, μπορεί να μην καταλάβουν, αφού στην έκδοση που δόθηκε υπάρχει κόμμα μετά το αὐτομάτου, ότι η πρόταση δι᾽ ὃ γὰρ ἐπιτυγχάνουσιν οἵ τε διὰ συνήθειαν καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου εξαρτάται ως πλάγια ερωτηματική από το αἰτίαν. Τι βρίσκεις δύσκολο από τα συντακτικά ζητούμενα; Απλά μου φάνηκαν.
Πιστεύω ότι θα τους δυσκολέψει η αναγνώριση της πρότασης. Επίσης το θεωρεῖν.
δι' ὃ ... οἱ ἀπὸ ταὐτομάτου: τι είδους πρόταση είναι αυτή; Ως πλάγια ερωτηματική, αν και στέκει καλά ως μετάφραση, δεν μπορούμε να τη λάβουμε ως αντικ. του θεωρεῖν, γιατί αυτό έχει ήδη αντικ. το τὴν αἰτίαν. Επομένως, φαίνεται πως πρέπει να τη θεωρήσουμε αναφορική προσδιοριστική στο τὴν αἰτίαν (με το ουδέτερο δι' ὃ να αποδίδει το νόημα, όχι τη μορφή, του όρου αναφοράς). Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με το σπανιότατο φαινόμενο κατά το οποίο ο όρος αναφοράς έπεται της αναφορικής πρότασης.
το λόγον είναι αντικείμενο και στο ἐξετάζειν (όχι μόνο στο ὑπέχειν). Προφανές, βέβαια, αλλά πόσοι άραγε μαθητές το σκέφτηκαν;
το οὐδεμιᾶς ἐπιστήμης ἀφωρισμένης δεν ανήκει στην κύρια αλλά στην αναφορική πρόταση· αυτό νομίζω πως είναι προφανές. Και το βλέπω ως γενική κατηγορηματική κτητική, συνδεόμενη, μέσω του καί, με το κατηγορούμενο κοινὰ [/i
Γιατί η πρόταση δεν μπορεί να εξαρτάται από το τὴν αἰτίαν ως πλάγια ερωτηματική; Το πρόβλημα είναι ότι η αἰτία δεν είναι ουσιαστικό σύστοιχο ρήματος που συντάσσεται με πλάγια ερώτηση ή υπάρχει και κάτι άλλο;
Γιατί είναι απαραίτητο να είναι αντικείμενο και στο ἐξετάζειν; Το ἐξετάζω δεν έχει από μόνο του την έννοια «κρίνω», αντίθετα με το ὑπέχειν λόγον, που χωρίς το λόγον δεν έχει την ίδια έννοια («να κρίνουν και να επιχειρηματολογούν») ;
Για κάποιο λόγο η μετοχή μού κάθισε ως γενική απόλυτη και σκέφτηκα ότι μπορεί να συνδέεται με την κύρια (με την αναφορική τελικά δεν θα μπορούσε), δηλαδή να έχουμε χρήση μετοχής σε θέση ρήματος. Εδώ βέβαια αυτό δεν ταιριάζει ούτε νοηματικά ούτε συντακτικά. Αλλού όμως μπορεί να βρίσκεται απόλυτη μετοχή αντί ρήματος στα κείμενα της κλασικής περιόδου (μου είχε μείνει η εντύπωση ότι γίνεται, αλλά πλέον δεν είμαι σίγουρη); Ο Schwyrer (511) δέχεται μόνο το αντίστροφο, ρήμα αντί μετοχής (στα παραδείγματα οι μετοχές συνημμένες), ενώ δεν δέχεται τη μετοχή αντί ρήματος, κάτι το οποίο όμως φαίνεται να δέχεται ο Kuhner (σελ.795,4.b), αλλά μάλλον μόνο για συνημμένες μετοχές, και υποστηρίζει και ο Μανδηλαράς (για την μεταγενέστερη ελληνική), αλλά δεν θυμάμαι αν αναφέρεται και σε απόλυτες μετοχές, και δεν βρήκα το βιβλίο του στο διαδίκτυο, για να το ξαναελέγξω. (Στο μεταξύ ψάχνοντας για τον Μανδηλαρά βρήκα ένα άρθρο που μπορεί να σε ενδιαφέρει, γιατί είναι σχετικό με αυτό που έλεγες για την ταυτολογία σε εκφράσεις όπως εἶπεν ἀποκρινάμενος, pleonastic use of verbs of speaking in greek: an ... - Univerza v Ljubljani).
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να εξαρτάται η πρόταση, ως πλάγια ερωτηματική, απευθείας από το τὴν αἰτίαν. Έχεις σχετικό παράδειγμα;
Μια σκέψη που κάνω τώρα, πολύ ακραία, είναι η εξής: επειδή η λ. αἰτία συντάσσεται με γενική, να θεωρήσουμε ότι η δευ/σα πρόταση επέχει θέση γενικής, την οποία μπορούμε να ανακεφαλαιώσουμε με μια εννοούμενη αντωνυμία τούτου ή αὐτοῦ.
Αλλά αντί να προχωρήσουμε σ' αυτόν τον συντακτικό "βιασμό", γιατί να μη δεχτούμε την άποψη ότι η πρόταση είναι αναφορική με τον όρο αναφοράς να έπεται (κάτι που συμβαίνει, αν και είναι εξαιρετικά σπάνιο);
Από τα δύο παραδείγματα του Κυννέρου αυτό από την Κύρου Παιδεία είναι λάθος, διότι δεν συνδέεται το ρήμα με τη μετοχή, αλλά η σύνδεση είναι: αὐτή τε καὶ ἔχουσα τὸν Κῦρον, αντί του ομαλού: αὐτή τε καὶ ὁ Κῦρος (όπως στον Θουκυδίδη VIII, 55, 3: Πεδάριτος αὐτός τε καὶ τὸ περὶ αὑτὸν ἐπικουρικὸν ἔχων...).