0 μέλη και 3 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
οἱ βουλόμενοι νεώτερα πράγματα γίγνεσθαι ἐπεβούλευον => δηλαδή εννοείς οὗτοι οἵ ἐβούλοντο νεώτερα πράγματα γίγνεσθαι ἐπεβούλευον; γιατί να γράψουμε το οὗτοι; δεν το καταλαβαίνω. εξάλλου αλλάζει τώρα η σύνταξη: ενώ πριν η μτχ ήταν υποκείμενο στο ρ. ἐπεβούλευον, τώρα (ως αναφ. πρόταση) είναι ομοιόπτωτος προσδιορισμός στο οὗτοι το οποίο γίνεται υποκείμενο.
δηλαδή, μια επιθ. μτχ δεν μπορεί να είναι υποκείμενο; "όσοι ήθελαν να μεταβληθεί η πολιτική κατάσταση έκαναν ανατρεπτικά σχέδια" δεν βλέπω το λόγο να εννοηθεί κάποια λέξη...
Από την ομηρική και ησιόδεια κτητική χρήση (ὅς = ἑός) μέχρι την δεικτική χρήση στην αρχή (ημι)περιόδου μετά από ισχυρά στίξη και με την προϋπόθεση ότι δεν ακολουθούσε άλλη κύρια πρόταση στην ίδια (ημι)περίοδο, π.χ. ὅστις ἑαυτὸν φιλεῖ, μετ' ἐμοῦ μαχέσθω. Η αντωνυμία ὃς με άλλα λόγια εισάγει αναφορική πρόταση που τίθεται ως αντικείμενο, επεξήγηση, παράθεση, επιθετικός προσδιορισμός, όχι όμως υποκείμενο (σπάνια, για να μην είμαι απόλυτος) για το λόγο ότι αντικατοπτρίζει κάτι πιο συγκεκριμένο από το ὅστις.
μία μόνο επιφύλαξη έχω σχετικά με την επαναληπτική ευκτική παίρνει άρνηση μὴ, αυτό μήπως μαρτυρεί επιθυμία; ..................................Για την ευκτική πλ. λόγου μέχρι τώρα πίστευα ότι εκφράζει κρίση ή επιθυμία ανάλογα με την έγκλιση που αποτελούσε πριν εξαρτηθεί από ιστ. χρόνο... apri με προβληματίζεις με αυτό που υποστηρίζεις περί αβεβαιότητας του υποκειμένου
Η Επαναληπτική Ευκτική είναι τις περισσότερες φορές μορφή Ε.Π.Λ. Αυτό συμβαίνει, όταν βρίσκεται σε χρονικοϋποθετικές, και αναφορικοϋποθετικές προτάσεις για να εκφράσει την Αόριστη Επανάληψη στο παρελθόν. Και μάλιστα είναι εύκολα αναγνωρίσιμη σε σχέση με την Ε.Π.Λ. στις χρονικές προτάσεις, καθώς στις τελευταίες υπάρχει σχεδόν πάντα διατήρηση της οριστικής και έπειτα από ιστορικό χρόνο. Φερ' ειπείν στο παράδειγμα: ἐπειδὰν δειπνήσωσι καθεύδουσι ---> εἶπε ὅτι ἐπειδὴ δειπνήσειαν καθεύδοιεν, το δειπνήσειαν είναι Ε.Π.Λ. (έστω επαναληπτική, όπως λέει η "Πύλη" που έχει αντιγράψει αυτούσιο το χωρίο από το Συντακτικό τής Π. Μπίλλα) γιατί αντικαθιστά την υποτακτική της αόριστης επανάληψης. Ωστόσο, στους υποθετικούς Λόγους της Αόριστης Επανάληψης στο Παρελθόν π.χ. εἰ δέ τις ἀντείποι, ἐτεθνήκει δεν μπορούμε να πούμε ότι η ευκτική ἀντείποι είναι Ε.Π.Λ. αλλά απλά επαναληπτική (μια μορφή ευκτικής ξεχωριστής). Αν δεχτούμε ότι εκεί η ευκτική είναι Ε.Π.Λ. θεωρούμε αυτόματα ότι υπάρχει Πλάγιος Υποθετικός Λόγος ενώ ο Υποθετικός λόγος είναι απλός. Συμπληρωματικά, η Ε.Π.Λ. δεν αντικαθιστά ποτέ την ευκτική οποιασδήποτε μορφής, παρά μόνο οριστική και υποτακτική. Και αυτό το βλέπουμε και στους Πλάγιους Υποθετικούς Λόγους, όταν κατόπιν ιστορικού χρόνου η ευκτική τής απλής σκέψης και η επαναληπτική ευκτική μένουν ανεπηρέαστες.
Τελειώνω, με τις προτάσεις κρίσεως και επιθυμίας. Αυτή η ταύτιση κρίσεως (οὐ) επιθυμίας (μή) είναι λανθασμένη. Είναι μια συμβατική και μηχανιστική ταύτιση για εξυπηρέτηση καθαρά ενδοσχολικών απαιτήσεων, επειδή αυτή η ταύτιση επαληθεύεται κατά το 80%. Μια πρόταση είναι κρίσεως όχι γιατί παίρνει οὐ. Και το αντίστροφο μια πρόταση με μὴ δεν είναι πάντα επιθυμίας. Μην ξεχνάμε ότι ο φόβος είναι πάντα μια υποκειμενική κατάσταση (οι ενδοιαστικές άρα είναι επιθυμίας) και λαμβάνουν άρνηση οὐ. Μην ξεχνάμε ότι οι περισσότερες αιτιολογικές προτάσεις υποθετικής αιτιολογίας είναι κρίσεως και παίρνουν άρνηση μή (αν βέβαια δεν περιπλέκεται τόσο η χροιά τής υπόθεσης). Οι υποθετικές και εναντιωματικές/ παραχωρητικές παίρνουν άρνηση μὴ ακόμη κι αν εκφέρονται με οριστική του Πραγματικού ή του Αντιθέτου του Πραγματικού, κι όμως εκεί είναι κρίσεως. Το ίδιο ισχύει και στην εκφορά. Οι ενδοιαστικές και οι τελικές είναι επιθυμίας. Κι όμως δεν εκφέρονται πάντα με υποτακτική. Εκφέρονται και με οριστική Μέλλοντα όταν εκφράζουν έντονη προσδοκία ή βεβαιότητα και όμως παραμένουν επιθυμίας και όχι κρίσεως επειδή τυγχάνει η οριστική να είναι έγκλιση κρίσεως.
Μήπως οι αποκλίσεις που αναφέρεις γίνονταν, γιατί σε αντίθεση με τις κύριες προτάσεις, οι δευτερεύουσες προτάσεις δεν εκφράζουν πάντα τόσο καθαρά κρίση ή επιθυμία, αλλά ενίοτε αποχρώσεις του ενός και του άλλου;Θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή ότι οι τότε ομιλητές είχαν στη διάθεσή τους διάφορους μηχανισμούς τροπικότητας (έγκλιση, είδος άρνησης, είδος εισαγωγικού συνδέσμου) και ανάλογα με την περίπτωση συνδύαζαν κάποιους από αυτούς, για να δηλώσουν την υποκειμενικότητα, την πιθανότητα, τη βεβαιότητα κλπ.