0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.
Δεν μπορώ, όσο κι αν προσπαθώ, να κατανοήσω τι είδους υποκειμενικότητα, ορατή και αόρατη εκφράζει για τον εαυτό του ο ομιλητής στο παρακάτω παράδειγμα: Εἰ Ἀθήναζε ἀφικοίμην, ἐπανηρώτων τὸν Σωκράτη. Αυτή η διάσταση της επανάληψης στο παρελθόν (μην μπερδεύεσαι με το ποιόν ενεργείας που το δείχνει ο χρόνος) καταδεικνύεται ξεκάθαρα από την επαναληπτική ευκτική, που είναι σαφές πλέον ότι αποτελεί μια ακόμη διάσταση της αγαπημένης μας έγκλισης.
Επί τη ευκαιρία, απέφυγες να σχολιάσεις την πρόταση από τον β' Φιλιππικό (με την στενη σημασία του όρου που μας έλεγε και η κα Δρακωνάκη- Καζαντζάκη), στην οποία η συμπερασματική πρόταση καίτοι εκφερομένη με δυνητική ευκτική παίζει ρόλο β' όρου σύγκρισης.
Οι ενδοιαστικές και οι τελικές εκφερόμενες με οριστική αντικατοπτρίζουν κάποιο είδος τροπικότητας (καθώς διασταυρωμένα αναμειγνύεται η επιθυμία με την κρίση, το υποκειμενικό και το βέβαιο, τσεκαρισμένο απ' όλες τις απόψεις); Προφανώς επιστημική, θα απαντήσεις... Ή μήπως τα πολύ ενδιαφέροντα πορίσματα τής Γλωσσολογίας αφήνουν ακάλυπτο το συγκεκριμένο θέμα; Ιδού πεδίον λαμπρόν για τον Βασίλη Φίλια να ξεσπαθώσει συγγραφικά και κατά τής Γραμματικής Μπαμπινιώτη (εκτός των Ἡμαρτημένων του λεξικού του).
Θεωρώ ότι ξεκινάς από λανθασμένη βάση λέγοντας ότι η απόδοση καθορίζει την επαναληπτικότητα τής υποθετικής πρότασης (έστω κι αν το διορθώνεις, λέγοντας από τον χρόνο). Αυτό δεν ισχύει, αφενός γιατί οι υποθετικές προτάσεις έχουν ελάχιστη έως και καθόλου σχέση με την κύρια πρόταση (δηλ. την απόδοση, εφόσον ο υποθετικός λόγος είναι απλός και όχι πλάγιος) και αφετέρου γιατί θα ήταν η μοναδική φορά που το ποιόν ενεργείας μιας δευτερεύουσας πρότασης θα εξαρτάτο μόνο από την κύρια πρόταση εξάρτησης.
Η πρόταση οριστική= βεβαιότητα, υποτακτική= πιθανότητα, ευκτική= αβεβαιότητα είναι γενικευτική και δεν ισχύει πάντα, μάλλον δεν ισχύει τις περισσότερες φορές, ως προς την ευκτική τουλάχιστον. Βλ. ευκτική τής απλής σκέψης (δεν δηλώνεται αβεβαιότητα), δυνητική ευκτική (δεν δηλώνεται αβεβαιότητα αλλά δυνατότητα/ πιθανότητα), ευχετική ευκτική (δεν δηλώνεται αβεβαιότητα αλλά επιθυμία).
Ωστόσο, έχω μπερδευτεί με την προσπάθειά σου να αιτιολογήσεις, ότι η επαναληπτική ευκτική είναι μορφή Ε.Π.Λ., καθώς σε κάθε ανάρτησή σου αναφέρεις διαφορετικό επιχείρημα αναιρώντας το προηγούμενο. Αφενός, ισχυρίστηκες ένεκα τού ιστορικού χρόνου εξάρτησης τής κύριας πρότασης- απόδοσης. Δεν έχει έρεισμα, καθώς αφενός διαβάζω τα Συντακτικά που λένε ότι οι αναφορικές και οι υποθετικές/ εναντιωματικές/ παραχωρητικές προτάσεις έχουν την ελαχίστη των σχέσεων με την κύρια πρόταση εξάρτησης (πράγμα πασιφανές εξάλλου, σιγά μην περιμέναμε τον Κύννερ) και αφετέρου δεν συμβαίνει ποτέ (πλην ελαχίστων περιπτώσεων) μια πρόταση να εκφέρεται με Ε.Π.Λ. μόνο ένεκα τής εξάρτησής της (πρέπει να συντρέχει και αβεβαιότητα). Επιπλέον, αν ευθειαστεί (γιατί θα πρέπει να ευθειαστεί αφού είναι Πλάγιος Λόγος) σε ποια έγκλιση θα "γυρίσει"; Έτσι είναι σα να ισχυρίζεσαι ότι το ρήμα της απόδοσης είναι μεταφορικό/ ρήμα εξάρτησης Πλ. Λόγου. Όπως ανέφερα σε άλλη ανάρτηση, με οριστική Ιστορικού Χρόνου είναι ελάχιστα έως μηδαμινά τα παραδείγματα που δείχνουν διάρκεια. Έπειτα, ανέφερες την υποκειμενικότητα (την β' παράμετρο τής Ε.Π.Λ.).
Από κει και πέρα το πήγες πολύ μακριά με τα παραδείγματα, γιατί έχω να αντιπαραθέσω, ότι η όλη η ζωή μας διέπεται από υποκειμενικότητα και αβεβαιότητα, συνεπώς όλο το Αρχαιοελληνικό corpus. Ακόμη και στο Πραγματικό με έννοια Προσδοκωμένου (το είδος με το μεγαλύτερο ποσοστό βεβαιότητας) αν δεις τα παραδείγματα, μπορείς ως "δικηγόρος του διαβόλου" να εξάγεις πολλά ψήγματα υποκειμενικότητας. Αλίμονο και βλέπαμε παντού αβεβαιότητα. Τέτοια υποκειμενικότητα που επικαλείσαι υπάρχει και στην αόριστη επανάληψη στο παρόν μέλλον π.χ. Ἤν τις ἀναιδῶς τὸν ἥλιον ἐγχειρῇ θεάσασθαι τὴν ὄψιν ἀφαιρεῖται (αντικατοπτρίζονται ψήγματα υποκειμενικότητας αν θα συμβεί στο μέλλον). Παρεμπιπτόντως, το εἰ στην Αόριστη Επανάληψη στο παρελθόν (όπως και τον ἄν στην Αόριστη Επανάληψη στο Παρόν- Μέλλον) αποδίδεται κάθε φορά που και όχι αν.
Για τις συμπερασματικές ως β' όρος σύγκρισης είχες πει ότι το παράδειγμα από τον Δημοσθένη παρεξέκλινε από τη νόρμα (απαρεμφατική εκφορά) λόγῳ βραχυλογίας και διαφώνησα κάθετα λέγοντας ότι ούτως ή άλλως υπάρχει βραχυλογία στις περιπτώσεις των συμπερασματικών ως β' όρος σύγκρισης, είτε εκφέρονται με έγκλιση είτε εκφέρονται απαρεμφατικά. Παρεμπιπτόντως, το ότι οι "ονοματικές" συμπερασματικές προτάσεις εκφέρονται ως επί το πλείστον με απαρέμφατο δεν σημαίνει ότι δεν λειτουργούν ονοματικά.
Δεν έγινες σαφής ως προς το "το ὥστε να λειτουργεί ως μόριο όπως το ὡς".
Στο παράδειγμα: Όποτε σε βλέπω, χαιρομαι = Κάθε φορά που σε βλέπω, χαίρομαι. Η πρώτη πρόταση είναι χρονικοϋποθετική. Εμπλέκεται και η χροιά του χρόνου. Αντίθετα, στο δεύτερο παράδειγμα είναι ασαφές αν σώνει και καλά θα τον δει, συνεπώς καταλήγω πως αυτή η δεύτερη περίπτωση αντικαθιστά το ἂν της αόριστης επανάληψης στο παρόν μέλλον, μιας που δεν μπλέκεται υποχρεωτικά η χροιά του χρόνου.
Αναφέρθηκες ξανά στην περίπτωση των τελικών προτάσεων στην ανάρτηση τής 14/12, στην οποία εκτιμάς ότι δεν υφίσταται πλάγιος λόγος. Δεν το σχολίασα εκτιμώντας ότι έγινε εκ παραδρομής, ωστόσο επανέρχεσαι. Αυτό είναι λάθος. Ένας υποθετικός λόγος μεταφερόμενος τον Πλάγιο Λόγο μπορεί να έχει ως απόδοση τελική πρόταση. Όπως και συμπερασματική και ενδοιαστική π.χ. Φοβοῦνται μὴ ματαία ἂν γένοιτο αὕτη ἡ κατασκευὴ εἰ πόλεμος ἐγερθείη. Η απόδοση του πλάγιου υποθετικού λόγου είναι στην ενδοιαστική πρόταση.
Αν δε, αλλάξεις τον χρόνο εξάρτησης δεν δημιουργείς αόριστη επανάληψη στο παρόν μέλλον γιατί τότε παραβιάζεις αυτό που λεει ο ομιλητής. Ο ομιλητής λέει σε πραγματικό χρόνο " Κάθε φορά που διαφωνούσε κάποιος, πέθαινε" και είναι ξεκάθαρος ότι αναφέρεται στο παρελθόν. Αλλάζοντας τον χρόνο εξάρτησης τον οδηγείς στο μέλλον.
Στις τελικές που αναφέρεις, αντίθετα, δεν χρειάζεται καν να αλλάξεις τον χρόνο εξάρτησης από ιστορικό σε αρκτικό για να "χάσεις" την Ε.Π.Λ. Δηλ. στο παράδειγμα Ἔδωκε δ' αὐτῷ μαστιγοφόρους ὅπως τιμωροῖεν. Απλώς διατηρείς τον ιστορικό χρόνο και αποσύρεις την υποκειμενικότητα/ αβεβαιότητα και εύκολα το παράδειγμα γίνεται: Ἔδωκε δ' αὐτῷ μαστιγοφόρους ὅπως τιμωρῶσι.
Κι έρχομαι στην πρώτη τοποθέτησή σου. Κατ' αρχάς η πρόταση "Όποιος μιλήσει, βρίσκει τον μπελά του" περισσότερο σαν εξαίρεση ενέχουσα σολοικισμό μού φαίνεται παρά σαν κανόνας. Απόδειξη, ότι σε μια έκθεση θα το διόρθωνες σε μαθητή σου και θα έβαζες "Όποιος μιλά, βρίσκει τον μπελά του" και θα τον κατσάδιαζες άσχημα. (Μού θυμίζει το γνωστό λάθος που κάνουν οι μαθητές που βάζουν θα μετά το αν (π.χ. αν θας πας στο περίπτερο...) ή σαν τις αναφορικές (θα καλέσω στο ρεβεγιόν τόσους όσους ήρθαν και πέρσι). Θα μπορούσα να αντιστρέψω βέβαια το ερώτημα και να σου πώ πόθεν ξεχωρίζεις αν η δυνητική ευκτική στην απόδοση εκφράζει Προσδοκώμενο ή Απλή Σκέψη και να χρησιμοποιήσω και τις άλλες συμπτώσεις αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Τα ερωτήματα περί δυνητικής οριστικής και δυνητικής ευκτικής είναι ορθά. Βεβαίως, να διορθώσω, η δυνητική οριστική δεν χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις που ξέρουμε ότι δεν συνέβη κάτι στο παρελθόν (βέβαια, αυτό είναι πλειοψηφούν) αλλά και σε περιπτώσεις που είναι άδηλο αν τελικά συνέβη στο παρελθόν, δηλ. ο ομιλών που την χρησιμοποιεί δεν γνωρίζει αν όντως συνέβη ή όχι. Παράβαλε στα Ν.Ε. "Θα είχα καταλάβει ότι παραβίασαν την πόρτα μου" (χωρίς να αποκλείει και την περίπτωση να έγινε με άλλο τρόπο που δεν θα γινόταν αντιληπτός).
Θα μπορούσα να αντιστρέψω βέβαια το ερώτημα και να σου πώ πόθεν ξεχωρίζεις αν η δυνητική ευκτική στην απόδοση εκφράζει Προσδοκώμενο ή Απλή Σκέψη και να χρησιμοποιήσω και τις άλλες συμπτώσεις αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Οι υποθετικές δεν σχετίζονται με τις κύριες προτάσεις, όπως οι άλλες δευτερεύουσες γιατί μόνο σε αυτές α) η οριστική και η υποτακτική δεν τρέπονται σε Ε.Π.Λ. ακόμη κι όταν υπάρχει ιστορικός χρόνος εξάρτησης, β) η υπόθεση, αν εκφερθεί με οριστική, υποτακτική, ή ευκτική, δεν το καθορίζει μηδαμώς η κύρια (στις άλλες προτάσεις βλέπουμε τον ρηματικό τύπο άμεσης ή έμμεσης εξάρτησης), γ) πρώτα ισχύει η δευτερεύουσα και μετά ισχύει η κύρια (σε αντίθεση με τις άλλες προτάσεις), δ) οι υποθετικές προτάσεις προσδιορίζουν επιρρηματικά όλο το περιεχόμενο τής κύριας πρότασης και όχι συγκεκριμένο ρήμα.
Τώρα περί του Αορίστου τής επαναληπτικής Ευκτικής... Πάντα υπάρχουν δύο- τρεις εξαιρέσεις στα Αρχαία Ελληνικά για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ο κανόνας, όπως παραδέχτηκες εξάλλου και εσύ, δεν είναι ο Ενεστώτας αλλά ο Αόριστος, θα τολμήσω να πω 99%. Και ο κανόνας δεν επαληθεύεται από αυτά που ξέρουμε για το ποιόν ενεργείας. Σε αυτό το 99% δεν εκφράζεται καμία συνοπτικότητα (ούτε βέβαια στο παράδειγμα με τον Σωκράτη) αλλά μια διαρκώς και καθόλου συνοπτική επαναλαμβανόμενη πράξη στο παρελθόν. Και αυτή η επαναληπτικότητα καλώς ή κακώς έχει να κάνει με την επαναληπτική Ευκτική που δεν είναι μορφή Ε.Π.Λ.-