0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Πιστεύει λοιπόν ότι είτε έχουμε ταυτοπροσωπία είτε ετεροπροσωπία, το υποκείμενο του απαρεμφάτου εμφανίζεται ή εννοείται σε αιτιατική.
Στην ταυτοπροσωπία έχουμε περιπτώσεις όπου το κατηγορούμενο να εμφανίζεται σε αιτιατική (δηλ. κάποια πρόταση σαν κι αυτή: *
Εγώ αυτό που κατάλαβα από την περίληψη που έγραψες είναι ότι ο Μπ. θεωρεί πως το υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται πάντα σε αιτιατική
Απλώς νομίζω ότι δεν έχει τόσο ισχυρά αποδεικτικά ερείσματα. 1. Πώς είναι τόσο σίγουρος τη στιγμή που κάτι δεν εκφράζεται ρητά, ότι η πτώση είναι διαφορετική, μόνο και μόνο επειδή αυτό συμβαίνει στις εκπεφρασμένες περιπτώσεις της ετεροπροσωπίας;
2. Γιατί στην ετεροπροσωπία η πτώση του κατηγορουμένου να συμμορφώνεται προαιρετικά με την πτώση του υποκειμένου του απαρεμφάτου, ενώ στην ταυτοπροσωπία αυτό να μη γίνεται ποτέ;
Άρα, ποια ένδειξη έχουμε ότι το υποκείμενο εννοείται σε αιτιατική, όταν πάντα βρίσκουμε το κατηγορούμενο σε ονομαστική;
Επίσης, οι περιπτώσεις που το υποκείμενο του ρήματος επαναλαμβάνεται με επαναληπτική αντωνυμία(π.χ Κροῖσος ἐνόμιζε ἑωυτὸν εἶναι ἀνθρώπων ἁπάντων ὀλβιώτατον), πάλι δεν είναι ισχυρές αποδείξεις, γιατί μπορεί κάποιος να πει ότι με τον τρόπο αυτό ο ομιλητής παρουσιάζει τον εαυτό του από μια απόσταση, σαν να είναι κάποιο άλλο πρόσωπο. Μου θυμίζει δηλ. την περίπτωση που κάποιος μιλά για τον εαυτό του στο γ' ενικό (όπως οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες).
Υπάρχει και μια άλλη περίπτωση, οι προτάσεις όπου το απαρέμφατο χρησιμοποιείται μόνο του στη θέση ευκτικής, όπου το υποκείμενο είναι πάντα σε αιτιατική. ΑΙΣΧ Ευμ 837-838: ἐμὲ παθεῖν τάδε, φεῦ, ἐμὲ παλαιόφρονα, κατά τε γᾶν οἰκεῖν, ἀτίετον, φεῦ, μύσος (=εγώ να τα υποφέρω αυτά! εγώ ―γεμάτη αρχαία σοφία― να κατοικώ άτιμη στη γη!)ΑΙΣΧ ΕπτΘ 253: θεοὶ πολῖται, μή με δουλείας τυχεῖν Δεν ξέρω πώς ακριβώς αντιλαμβανόταν μια τέτοια πρόταση ο αρχαίος ομιλητής, αν δηλ. αντιμετώπιζε και εδώ τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο που ήθελε να πάθει κάτι ή αν χρησιμοποιούσε την αιτιατική γιατί αυτήν απαιτούσε το απαρέμφατο. Και το λέω, γιατί υπάρχουν και τα απαρέμφατα που χρησιμοποιούνταν αντί προστακτικής, τα οποία δεν απαιτούσαν -με τρόπο ξεκάθαρο τουλάχιστον- αιτιατική. ΘΟΥΚ 5.9.7: σὺ δέ, Κλεαρίδα, ...ἐπεκθεῖν καὶ ἐπείγεσθαι ὥς τάχιστα ξυμμεῖξαι (=εσύ πάλι, Κλεαρίδα...πέσε απάνω τους και σπεύσε να συμπλακείς μαζί τους όσο πιο γρήγορα γίνεται)
Ok. Στο πρώτο σημείο κατάλαβα τώρα τι θέλεις να πεις. Αναφέρεσαι σε περιπτώσεις όπου μας έχουν σωθεί απαρέμφατα με εκπεφρασμένο υποκείμενο σε ονομαστική, έστω κι αν είναι ενίοτε αμφισβητούμενη γραφή.
Αν κατάλαβα καλά, στην περίπτωση λοιπόν που έχουμε εκπεφρασμένο το υποκείμενο του απαρεμφάτου σε ταυτοπροσωπία, τις περισσότερες φορές αναφέρεται σε αιτιατική και ελάχιστες σε ονομαστική;
Εφόσον γενικώς το να εκφραστεί ρητά το απαρεμφατικό υποκείμενο σε ταυτοπροσωπία είναι σπάνια περίπτωση (καθώς τα ευκόλως εννοούμενα συνήθως παραλείπονται), μήπως αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό συνέβαινε, γινόταν για έναν ιδιαίτερο λόγο;Αναφέρεις ως λόγο την έμφαση.
Έμφαση πιστεύω ότι έχουμε σαφώς σε παραδείγματα σαν κι αυτό, όπου έχουμε ονομαστική:καὶ (νομίζεις) ἡμᾶς μὲν ἀποψηφιεῖσθαί σου, σὺ δὲ οὐ παύσεσθαι;",
Σε περιπτώσεις αιτιατικής "ἡγοῦμαι ἐμὲ/ἐμαυτὸν σώφρονα εἶναι" θεωρείς ότι έχουμε το ίδιο ξεκάθαρα έμφαση;Αν όντως έχουμε έμφαση, τότε ο ομιλητής υπονοεί ότι εκείνος είναι σώφρων, ενώ κάποιος άλλος όχι.(πρβλ. Νομίζω ότι εγώ είμαι σώφρων.)
Αν όμως δεν προκύπτει πάντα τέτοιου είδους αντιδιαστολή από τα συμφραζόμενα, τότε ίσως να έχουμε αυτό που ονόμασα "εικονική ετεροπροσωπία" για να εξυπηρετηθούν δια της ψυχικής αποστάσεως του ομιλητή διάφοροι επικοινωνιακοί λόγοι (π.χ χροιά αντικειμενικότητας).
Άρα, μήπως το υποκείμενο στην ταυτοπροσωπία εννοούνταν ευκόλως ή εκφραζόταν εμφατικά σε ονομαστική, εκτός από τις περιπτώσεις που ο ομιλητής ήθελε να παρουσιάσει τον εαυτό του από απόσταση; Και μήπως γι' αυτό και δεν μας σώζονται προτάσεις όπου να βρίσκεται το κατηγορούμενο σε αιτιατική εν απουσία του απερεμφατικού υποκειμένου, ενώ αντιθέτως αυτό συνέβαινε ενίοτε στην ετεροπροσωπία;Απλώς καταθέτω τα ερωτήματά μου.
Σύμφωνα με όσα λες, αν κατάλαβα καλά, το σχήμα "ονομαστ. + απαρέμφ." συνιστά "κανονική" ταυτοπροσωπία, ενώ το σχήμα "αιτιατική + απαρέμφ." συνιστά "εικονική" ταυτοπροσωπία, κατά την οποία "ο ομιλητής ήθελε να παρουσιάσει τον εαυτό του από απόσταση". Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τη διαφορά. Ποια δηλαδή είναι η διαφορά αν πούμε: "*οἶμαι σοφὸς ἐγὼ εἶναι" (ρητά εκπεφρασμένο υποκ. απαρεμφ. σε ονομαστική - αμάρτυρη περίπτωση με προσωπ. αντων. α΄προσ.) ή "οἶμαι ἐμὲ σοφὸν εἶναι";
Ο Μπ. θεωρεί ότι κατά την πλαγίωση μιας πρότασης σε μορφή απαρεμφάτου το υποκείμενο αυτής της πρότασης υποχρεωτικά τρέπεται σε αιτιατική. Έτσι δεν είναι;Το να αλλάξει η πτώση σε περίπτωση ετεροπροσωπίας το καταλαβαίνω, γιατί πρέπει μορφολογικά να διαφοροποιηθούν τα δυο υποκείμενα, ώστε να μην υπάρχει σύγχυση του συντακτικού τους ρόλου.Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να διαφοροποιηθούν σε περίπτωση που έχουμε ταυτοπροσωπία.