0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Αν θέλουμε όμως να χαρακτηρίσουμε αυτές τις μετοχές (λύσασα, ἐξαπατήσας) με μια από τις γνωστές ονομασίες, δεν μπορούμε να τις πούμε τροπικές;
Με την αναφορά σε αυτή την αφαιρετική απόλυτη θυμήκα ότι, όταν έκανα την πτυχιακή μου (με θέμα την γενική απόλυτο στα παπυρικά έγγραφα του 3ου και 4ου αι. μ.Χ.) είχα βρει γενικές απολύτους που δεν μπορούσα να κατατάξω σε καμία από τις γνωστές κατηγορίες και έτσι, για να βγω από το αδιέξοδο, δημιούργησα δικές μου κατηγορίες.
Παρασύρθηκα από την ενδιαφέρουσα συζήτηση για τις μετοχές και δεν ρώτησα αυτά που με επείγουν.τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἦν ὁρᾶν, ὧν μὲν ἐτέθνασαν οἱ προσήκοντες, λιπαροὺς καὶ φαιδροὺς ἐν τῷ φανερῷ ἀναστρεφομένους, ὧν δὲ ζῶντες ἠγγελμένοι ἦσαν, ὀλίγους ἂν εἶδες, τούτους δὲ σκυθρωποὺς καὶ ταπεινοὺς περιιόντας: η πρώτη αναφορική είναι αντικείμενο στο ὁρᾶν (παρόλο που υπάρχει κόμμα) και η δεύτερη γενική διαιρετική στο ὀλίγους;Το τούτους τι είναι; (Ανακεφαλαιωτικό αντικείμενο δεν είναι). Εννοείται ένα δεύτερο ἂν εἶδες, στο οποίο είναι αντικείμενο ή υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσαμε να πούμε;
καὶ τὰ μὲν ὀνόματα πρὸς τοὺς οἰκείους ἑκάστου τῶν τεθνεώτων ἀπέδοσαν: έτσι όπως είναι η σειρά των λέξεων το τῶν τεθνεώτων είναι γενική διαρετική στο ἑκάστου. Μπορούμε να εννοήσουμε ένα δεύτερο τεθνεώτων ως γενική διαιρετική στο ὀνόματα;
ὥστε τί δεῖ, ἃ πάλαι προσεδοκῶμεν πείσεσθαι, ὑπὲρ τούτων νῦν ἄχθεσθαι: είπαμε ότι μια αναφορική πρόταση προσδριορίζει μόνο όρο που προηγείται, ενώ ο όρος που ακολουθεί απλώς ανακαφαλαιώνει το περιεχόμενο της αναφορικής, όπως εδώ το ὑπὲρ τούτων. Τι θα πούμε όμως εδώ για συντακτική θέση της αναφορικής, ότι έχει θέση εμπρόθετου προσδιορσμού της αιτίας; Δεν ξέρω ... δεν μου ακούγεται καλά. Γιατί σκέφτομαι ότι, αν ήταν έτσι, δεν θα έπρεπε να έχουμε έλξη και η αναφορική να εισάγεται με το υπερ ων;
ἴσον ἑαυτὸν παρέχει πᾶσιν: το πᾶσιν είναι αντικείμενο στο παρέχει ή δοτική αντικειμενική από το ἴσον;
Επέχει θέση γενικής, οπότε θα έλεγα ότι λειτουργεί ως γενική της αιτίας.
Είναι βέβαιο ότι το ἄχθομαι συντάσσεται και με αιτιατική ουδετέρου αντωνυμίας σε θέση συστοίχου αντικειμένου: Ξενοφ. ΚΑ ΙΙΙ, 2, 20 ...ὅτι δὲ οὐκέτι ὑμῖν Τισσαφέρνης ἡγήσεται, οὐδὲ βασιλεὺς ἀγορὰν παρέξει, τοῦτο ἄχθεσθε...
Το τοῦτο ἄχθεσθε η πύλη για την ελληνική γλώσσα το δίνει ως παράδειγμα αιτιατικής της αιτίας και επίσης και άλλα (ελληνικά) συντακτικά αναφέρουν το τοῦτο ως συνήθη αιτιατική της αιτίας (μαζί με τα ταῦτα, τί, ὅ,τι). Συμβαίνει με αυτές τις αιτιατικές ό,τι και και με τις αιτιατικές του ποσού, δηλαδή από σύστοιχα αντικείμενα κατέληξαν επιρρηματικοί προσδιορισμοί; Μήπως έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αναφορική έχει θέση αιτιατικής της αιτίας;
Από πού προκύπτει ότι επέχει θέση γενικής;
Μια ιδιαίτερη μορφή του είναι αυτή που η OΦ, για λόγους έμφασης, εκτοπίζεται σε θέση θέματος (topic) αριστερά, στην αρχή της πρότασης και επαναλαμβάνεται μετά δίπλα στο ρήμα η έννοιά του μέσω του κλιτικού στην ίδια πτώση (=αυτήν που απαιτεί η σύνταξη του ρήματος)(στη θέση της ΟΦ μπορεί να υπάρχει ονοματική αναφορική πρόταση: π.χ Όποιον ήθελες, μπορούσες να τον καλέσεις.) Αυτό λέγεται αριστερή εκτόπιση με κλιτικό (clitic left dislocation).Μάλιστα, κάποιες φορές μπορεί να προκύψει και συντακτική ανακολουθία, γιατί η ΟΦ βρίσκεται σε ονομαστική και το κλιτικό στην πτώση που απαιτεί η σύνταξη του ρήματος. π.χ.Όποιος περνούσε[/u], τον έβριζες.
Μια και μπήκες στον κόπο να γράψεις όλα αυτά, ας μάθουμε δυο πράγματα και για την ν.ε. Στην α.ε. λέμε για την αντωνυμία που ακολουθεί την δευτερεύουσα πρόταση ότι επαναλαμβάνει για έμφαση το περιεχόμενο της δευτερεύουσας. Στις φράσεις "Όποιον ήθελες, μπορούσες να τον καλέσεις" και "Όποιος περνούσε, τον έβριζες" δεν υπάρχει έμφαση, οπότε τι λέμε για το "τον"; Επίσης, πρόσεξα ότι έχεις βάλει κόμμα μετά τις αναφορικές, που σημαίνει ότι δεν είναι αυτές το αντικείμενο του ρήματος; Επομένως, πώς γίνεται η αναλυτική σύνταξη εδώ απλά (για ένα παιδί του γυμνασίου);
Και μια γενική ερώτηση: αυτές οι ορολογίες που αναφέρεις (και σε άλλα, προηγούμενα μηνύματά σου), πού ανήκουν και τι είναι ακριβώς, θελω να πω είναι αντικείμενο της γραμματικής, του συντακτικού ή της γλωσσολογίας; Γιατί, αν σχετίζονται με όσα αναφέρονται στην συνοπτική γραμματική του Μπαμπινιώτη, από μια ματιά που έχω ρίξει βλέπω μια ακατανόητη -για μένα- μείξη γραμματικής, συντακτικού και γλωσσολογίας και δεν έχω καταλάβει αν αυτά πρέπει να εφαρμόζονται στην κλασική σύνταξη (και σε ποια, της ν.ε ή και της α.ε) ή αν πρόκειται απλώς για μια επιστημονική ανάλυση της γλώσσας.
(Στην παράθεση της apri που έκανα στο τελευταίο μηνυμά μου, η έντονη γραφή μπήκε κατά λάθος)...καὶ μείζω τε πρὸς ἐλάσσω εὑρήσετε καὶ ἐν καιροῖς οἷς σπάνιον ἦν τῶν Ἑλλήνων τινὰ ἀρετὴν τῇ Ξέρξου δυνάμει ἀντιτάξασθαι: Αφού η δοτική του χρόνου δηλώνει συγκεκριμένη χρονική στιγμή, υποθέτω ότι το οἷς δεν μπορεί να σταθεί μόνο του, αλλά πρέπει να εννοήσουμε το ἐν, συμφωνείτε;
ἂν μὲν γάρ, ὅσ᾽ ἄν τις λάβῃ, καὶ σῴσῃ, μεγάλην ἔχει τῇ τύχῃ τὴν χάριν: η αναφορικοϋποθετική με απόδοση το σῴσῃ δηλώνει προσδοκώμενο ή αόριστη επανάληψη παρόν - μέλλον; Ως υποτακτική αορίστου πρέπει να δηλώνει προσδοκώμενο, αλλά με μπερδεύει το ότι ο άλλος υποθετικός λόγος (ἂν σῴσῃ - ἔχει) δηλώνει αόριστη επανάληψη.