0 μέλη και 4 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.Και να που σήμερα, μου δείξανε τον κόσμο τους.Μόνο το ματωμένο δάκτυλό τους είδα μπρος.Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».Τον κόσμο τον αντίκρισα μεσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.Είδα χασάπηδες, που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα: «πολύ!»Κι από την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.Για μα μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:«Καλά τους κάνουν – για του έθνους την ομόνοια!»Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιέςκι ήθελα να φωνάξω: «σταματήστε!».Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,μ’ άκουσα να φωνάζω:»Ζήτω! Προχωρήστε!»Δεν μου αρέσει η φτήνια και η κακομοιριά.Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιάΤαιριάζει, βέβαια – το ξέρω- κι η έγκρισή μου.B. Brecht. Για να το έχουμε όλο…
Έτυχε. Την μια φορά σε διορθώνω και την άλλη σε συμπληρώνω...Έτυχε.
στιχοι;;...εεε καλά τωρα ωω θρυλέοντα aristosσε πονάω ευχαρίστωςτο χα αντιληφθεί νωρίςπως εσύ θα λυπηθείς.με ποια ευρωπαϊκή ομάδα κληρώθηκε ο θρύλος για την επόμενη φάση;;……ταξίδευα και δεν το είδα.
Ελεγεία των ΛουλουδιώνΌσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται η νεότης πιο ωραία. Aλλά μαραίνεται γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν. Aλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε. Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε. Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.Όσα λουλούδια υπάρχουν,το καλοκαίρι ανθίζουν. Aλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε. Aυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε· κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν. Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται. Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται. Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.