0 μέλη και 4 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Για το υποκείμενο του ἤλθετε τι λέτε; Μπορούμε να συντάξουμε την αναφορική ως υποκείμενό του ή πρέπει να εννοήσουμε οπωσδήποτε την προσωπική αντωνυμία;
Και, apri, επειδή έχεις τονίσει πολλές φορές ότι δεν γίνεται η ίδια λέξη να έχει δύο συντακτικούς ρόλους, τι γίνεται με τα οἱ μέν - οἱ δέ; Δεν βλέπω εδώ άλλο τρόπο να συντάξουμε παρά να τα χαρακτηρίσουμε και επιμεριστικές παραθέσεις στο υποκείμενο του ρήματος, αλλά και υποκείμενα της μετοχής καταλιπόντες (το οἱ δέ σε μια δεύτερη, εννοούμενη, μετοχή καταλιπόντες.
Με βάση τη αρχή του θ' κριτηρίου του Chomsky (ένας θεματικός ρόλος ανά συντακτικό όρο), ναι, μια λέξη δεν μπορεί να έχει διττό συντακτικό ρόλο. Μπορείς όμως να θεωρήσεις ότι εννοείται η ίδια λέξη στο δεύτερο συντακτικό ρόλο. Λ.χ στο "πείθω σε πρόθυμον είναι" , το "σε" είναι το αντικείμενο του ρήματος και ένα εννοούμενο "σε" είναι το υποκείμενο του "είναι", το οποίο έχει παραλειφθεί ως ευκόλως εννοούμενο.Κάτι ανάλογο λογικά ισχύει και στην πρόταση με την επιμεριστική παράθεση. Όμως, δεν βρίσκω τώρα το λόγο στο σχολικό επίπεδο να μην πεις απλά ότι το "οι μεν" είναι επιμεριστική παράθεση και υποκείμενο της μετοχής.
το ενδιαφέρον του συγγραφέα δεν ήταν να ορίσει το "πότε" ούτε και το "πώς" με τη στενή έννοια του όρου, αλλά το "υπό ποίες συνθήκες" γενικότερα, χωρίς σαφή προσδιορισμό, όπως συμβαίνει συχνά με τις μετοχές αορίστου
Ε, ναι, σε σχολικό επίπεδο δεν υπάρχει πρόβλημα. Απλώς ήθελα να καταλάβω πώς εξηγείται αυτή η περίπτωση σύμφωνα με το θ' κριτήριο. Γιατί εδώ δεν μου φάνηκε λογικό να εννοείται ένα άλλο οἱ μὲν ως υποκείμενο της μετοχής, όπως στο παράδειγμα που έφερες. Εκτός αν συμβαίνει και εδώ ό,τι με τις συνημμένες μετοχές, δηλαδή αν δεχθούμε ότι το καταλιπόντες είναι συνημμένη στην επιμεριστική παράθεση, που σημαίνει ότι η επιμεριστική παράθεση εννοείται και ως υποκείμενο της μετοχής. Δεν μου φαίνεται όμως παρόμοια περίπτωση με το π.χ. ἐλθὼν ἔλεξε.
ἐγὼ οὖν, ἔφη, Θηραμένην τουτονὶ ἐξαλείφω ἐκ τοῦ καταλόγου, συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν: Το απρόσωπο συνδοκεῖ είναι από αυτά που μπορεί να μην έχουν καθόλου υποκείμενο; Αυτό κατάλαβα από ό,τι είδα στο LSJ. Αν κατάλαβα καλά, δεν χρειάζεται να δώσουμε κάποιο απαρέμφατο ως υποκείμενο στο συνδοκοῦν, ούτε το τοῦτο, το οποίο δίνεται σε συντακτική ανάλυση. Η μετάφραση του συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν since we all agree κατευθύνει σε αιτιολογική μετοχή. Η τροπική όμως μου ταιριάζει περισσότερο. οἱ δ’ ἀπήγαγον τὸν ἄνδρα διὰ τῆς ἀγορᾶς μάλα μεγάλῃ τῇ φωνῇ δηλοῦντα οἷα ἔπασχε: η πρόταση οἷα ἔπασχε τι είναι; Αναγνωρίζεται ως πλάγια ερωτηματική, αλλά μεταφράζεται ως αναφορική (που στην πραγματικότητα είναι και το πιο σωστό) while he proclaimed in a very loud voice the wrongs he was suffering, και σε ελληνικές μεταφράσεις. Ως αναφορική μπορεί να χαρακτηριστεί παραβολική σε θέση αντικειμένου, κατά παράληψη του τοιαῦτα; Δεν βλέπω όμως να υπάρχει καμία σύγκριση. Εισάγονται με οἷος και καθαρά αναφορικές (ονοματικές) προτάσεις;
Ως προς το "οἷα ἔπασχε":Πλάγια ερωτηματική είναι στο "δηλούντα". Οι μεταφράσεις είναι συχνά ελεύθερες και δεν αντιστοιχούν ακριβώς στη σύνταξη. Μπορείς να μεταφράσεις το χωρίο και ως εξής "καθώς φώναζε με δυνατή φωνή τι πάθαινε/τι υφίστατο".
Ως προς το "συνδοκεί":Εμένα δεν μου προκύπτει από το λεξικό ότι είναι απρόσωπο που δεν παίρνει υποκείμενο.
ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν, τὸ τοῦ θανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς: εδώ πάλι το ἀπολείπω είναι μεταβατικό ή αμετάβατο; Εγώ το πήρα ως μεταβατικό με υποκείμενο Θηραμένη και τὸ φρόνιμον και τὸ παιγνιῶδες αντικείμενα, άλλοι όμως συντάσσουν με τα τὸ φρόνιμον και τὸ παιγνιῶδες υποκείμενα. Και δεν θα είχα καμία αμφιβολία ότι το ρήμα εδώ είναι μεταβατικό, αν δεν υπήρχε ο εμπρόθετος ἐκ τῆς ψυχῆς, για τον οποίο δεν μπορώ να καταλάβω κατά πόσο είναι δεσμευτικός ως προς το να θεωρηθεί το ρήμα αμετάβατο.
Το οἷα ἔπασχε είναι καθαρή περίπτωση πλάγιας επιφωνηματικής πρότασης, η οποία (μαζί με τόσες άλλες) έχει επιδεξίως "τσουβαλιαστεί" στις πλάγιες ερωτηματικές. Ευθύς λόγος: οἷα πάσχω!
Το οἷα ἔπασχε είναι καθαρή περίπτωση πλάγιας επιφωνηματικής πρότασης, η οποία (μαζί με τόσες άλλες) έχει επιδεξίως "τσουβαλιαστεί" στις πλάγιες ερωτηματικές. …...Ο άνθρωπος δεν ρωτάει να μάθει κάτι, αλλά υποφέρει και αναφωνεί: "τι τραβάω (ο δύστυχος)!"
Αν πρέπει οπωσδήποτε να συμπληρώσουμε (δεν το θεωρώ αναγκαίο), θα έλεγα: ἐξαλεῖψαι αὐτὸν ἐκ τοῦ καταλόγου.
Θα διαφωνήσω ως προς το δεύτερο σκέλος.Οι επιφωνηματικές δομές είναι διαφόρων ειδών (π.χ ευχές, κατάρες, στερεότυπες εκφράσεις) που εκφράζονται ποικιλοτρόπως. Οι πιο τυπικές, σαν κι αυτή που συζητάμε, εκφράζουν ένα είδος ρητορικής απορίας για κάτι αξιοθαύμαστο (εξ ου και το θαυμαστικό στο τέλος), ακριβώς γιατί αυτό έχει πάντα το στοιχείο της παραδοξότητας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και το ρήμα "θαυμάζω" συντάσσεται και αυτό με πλάγια ερώτηση στα αρχαία ελληνικά. Με τέτοιες επιφωνήσεις ασφαλώς δεν περιμένει απάντηση ο ομιλητής, ούτε την αναζητεί. Εκφράζει αμηχανία για κάτι αξιοπερίεργο και πρωτοφανές.Γι' αυτό και επιστρατεύονται ερωτηματικές λέξεις (πχ Τι ωραία που είσαι!) ή ερωτήσεις μερικής αγνοίας (π.χ Ποιος θα το πίστευε!). Ο Smyth, αν θυμάμαι καλά, λέει ότι δηλώνουν "exclamation of wonder".
Τώρα, το γεγονός ότι στη ν.ε. επιστρατεύονται ερωτηματικές λέξεις δεν σημαίνει τίποτε για τα αρχαία Ελληνικά, αφού εκεί χρησιμοποιούνται μόνο αναφορικές αντωνυμίες και αναφορικά επιρρήματα (κυρίως τα οἷος, ὅσος και ὡς), τόσο στις ευθείες όσο και στις πλάγιες επιφωνήσεις, και αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.