0 μέλη και 3 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Καλημέρα σε όλους!Στο παράδειγμα "Δεν θυμάμαι να έχω ψωνίσει από αυτό το κατάστημα", η δευτερεύουσα είναι βουλητική ή ειδική; Υπάρχουν και ειδικές με το "να", όταν το ρήμα εξάρτησης δηλώνει αμφιβολία. Το παράδειγμα ισοδυναμεί με το "Θυμάμαι ότι δεν έχω ξαναψωνίσει από αυτό το κατάστημα", απλώς εκφράζει αμφιβολία.
Η θέση του ως καθηγητου είναι δύσκολη ήΗ θέση του ως καθηγητής είναι δύσκολη Και γιατί συνάδελφοι;Κόλλησα;;;;
Διαφορετικό είναι το "Μπορείς να έρθεις; Γιατί βιάζομαι" και σαφέστερο.
Kατ' αρχάς, να σου πω ότι τόσο η γραμματική της Φιλιππάκη που είναι επηρεασμένη από τη μετασχηματιστική γραμματική του Chomsky όσο και η γραμματική του Μπαμπινιώτη που είναι δομολειτουργική-επικοινωνιακη (εξετάζει και την επικοινωνιακή λειτουργία των δομών) έχουν δικές τους προτάσεις για διάφορα θέματα. Αυτό έχει επιστημονικό ενδιαφέρον, αλλά ξενίζει όσους έχουν συνηθίσει στη λογική των γραμματικών της αρχαίας ελληνικής, που λίγο-πολύ γράφουν τα ίδια πράγματα, και σίγουρα μπερδεύει όποιον θέλει να διδάξει μια εκδοχή στη σύνταξη.
τα συμπληρώματα (complements), που συμπληρώνουν υποχρεωτικά την έννοια του ρήματος και προβλέπονται από τη σημασία του ρήματος (π.χ βγάζω τα φρούτα από το ψυγείο, βάζω κάτι στη θέση του). Διαφωνώ όμως με την άποψή της ότι αντικείμενα είναι και όσα δείχνουν τον ωφελούμενο (π.χ μαγείρεψα για τον Γιάννη), γιατί θεωρώ ότι ναι μεν η προθετική φράση δείχνει το πρόσωπο που επηρεάζεται από την ενέργεια του ρήματος, αλλά αυτή η φράση δεν προβλέπεται από τη σημασία του ρήματος και θα μπορούσε κάλλιστα να λείπει. Κατά τη γνώμη μου, δηλαδή, είναι προσάρτημα, απλός προσδιορισμός. Το ίδιο πιστεύω και για τις προθετικές φράσεις στα: "ουρλιάζω από θυμό", "ανοίγει το μπουκάλι με ανοιχτήρι".
Και ποια Γραμματική μπορώ να διαβάσω, με περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με τη σχολική του Γυμνασίου, για να πάρω μια γενική ιδέα για μια κοινώς αποδεκτή σύνταξη της νέας Ελληνικής;
Εννοείς ότι το «βγαίνω» θέλει οπωσδήποτε κάτι δίπλα του, όχι απαραίτητα όμως, υποθέτω, κάτι που να δηλώνει το από πού, αλλά οτιδήποτε να το συμπληρώνει, «βγαίνω στο μπαλκόνι», «βγαίνω για φαγητό», «βγαίνω βόλτα». Το ίδιο και ρήματα που σημαίνουν «βάζω / τοποθετώ», αλλά εδώ νομίζω ότι το συμπλήρωμα πρέπει οπωσδήποτε να δηλώνει το πού. Ενώ ρήματα όπως «φωνάζω / ουρλιάζω» ή «μαγειρεύω» δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύονται από κάποιον προσδιορισμό. Κάπως έτσι τα σκέφτηκα και εγώ, αλλά τα παραδείγματα της Φιλιππάκη δεν με βοήθησαν να επιβεβαιώσω τη σκέψη μου, προφανώς γιατί, όπως είπες, κατά την εφαρμογή της θεωρίας υπάρχει ένας υποκειμενισμός. Οπότε, ίσως είναι αρκετό σε κάθε περίπτωση να αναγνωρίζουμε απλώς εμπρόθετο προσδιορισμό που δηλώνει το τάδε.
Στη σελ. 365 γράφει ότι η αντί, όταν ακολουθείται από τη για ή από άλλες προθέσεις δεν λειτουργεί ως πρόθεση. Ως τι λειτουργεί δηλαδή;
Και το πιο περίεργο: προσωπική αντωνυμία ως αντικείμενο πρόθεσης (σελ. 302-303)! («Πήγαν χωρίς εμένα», «Δεν ξέρω κανέναν άλλο σαν εσένα», «Το έμαθα από σένα», «Το έκαναν για μας» κ.α.) Δεν νομίζω ότι λέγεται αυτό, αλλά μάλλον πάλι απλώς αναγνωρίζουμε εμπρόθετο.
Γενικώς δεν είναι αρκετό, αλλά ίσως να είναι σε επίπεδο Γυμνασίου.Η διάκριση του συμπληρώματος από το προσάρτημα βασικά έχει σημασία αν κάνεις συντακτική ανάλυση με τα "δεντράκια" του Chomsky. Το συμπλήρωμα μπαίνει πάντα κάτω από τον ίδιο κόμβο με τον όρο που συμπληρώνει γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένο μ' αυτό, ενώ το προσάρτημα μπαίνει σε άλλον. Αλλάζουν οι κανόνες φραστικής δομής δηλαδή ανάλογα με το αν είναι μια λέξη συμπλήρωμα ή προσάρτημα.
Για εμένα το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Αυτό που με προβληματίζει είναι η άποψη που αναφέρει η Φιλιππάκη σε σχέση με το κατηγορούμενο και δεν φαίνεται να είναι προσωπική, γιατί την έχω δει και σε αρκετά ξένα site.Λέει ότι το κατηγορούμενο είναι συμπλήρωμα του υποκειμένου ή του αντικειμένου (subject/object complement).