0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.
Που το γράφει αυτό;
Δεν μου φαίνεται πάντως τόσο περίεργο, γιατί το έχω συνηθίσει από τη σύνταξη της αρχαίας Ελληνικής, όπου, κάθε φορά που οι μαθητές απαντούν «κατηγορούμενο στο ἐστί», τους τονίζουμε ότι το κατηγορούμενο δεν προσδιορίζει το ρήμα, αλλά το υποκείμενο ή το αντικείμενο, μέσω του συνδετικού ρήματος. Όταν λέμε ότι ένας όρος είναι συμπλήρωμα σε έναν άλλον όρο, δεν εννοείται ότι ο όρος που χαρακτηρίζεται ως συμπλήρωμα προσδιορίζει τον ίδιο τον άλλον όρο; Το κατηγορούμενο όμως δεν προσδιορίζει το ρήμα.
Στη μετασχηματιστική γραμματική δεν χρησιμοποιούνται τέτοιοι όροι.
Αν κοιτάξεις και στη Φιλιππάκη στη σελ. 281 μιλά απλά για την κατηγορηματική χρήση των επιθέτων. Και δεν πρέπει να είναι νεότερη τάση, γιατί το ίδιο συμβαίνει και στην πολύ παλιότερη γραμματική του Smyth για τα αρχαία ελληνικά.Μεταξύ μας, πιστεύω πως έχουν δίκιο, γιατί ο κατηγορηματικός προσδιορισμός δεν διαφέρει από το επιρρηματικό κατηγορούμενο ούτε σημασιολογικά (παροδική ιδιότητα δείχνουν και τα δυο) ούτε μορφολογικά (άναρθρα είναι και τα δυο). Περισσότερο τα διακρίνουμε λόγω συντακτικής θέσης (ο κατηγορηματικός προσδιορισμός είναι πιο κοντά στο όνομα), αλλά κι αυτό δεν είναι εύκολο πάντα.Τα παραδείγματα που παραθέτεις, κι εμένα μου φαίνονται επιρρηματικά κατηγορούμενα περισσότερο, ακριβώς γιατί είναι κοντά στο ρήμα. Όμως, και το «περιποιημένος / όμορφος ο Νίκος μπήκε στην αίθουσα» δεν μπορώ να πω ότι διαφέρει ουσιωδώς.Η παροδική ιδιότητα είναι η κατάσταση που έχει το υποκείμενο κατά την τέλεση της πράξης. Και η κατάσταση εντάσσεται στις γενικότερες συνθήκες τέλεσης της πράξης, στον τρόπο τέλεσής της. Περισσότερο η θέση του επιθέτου στην αρχή μας κάνει να λέμε για κατηγορηματικό προσδιορισμό, παρά η σημασία του. Αν έλεγε "ο Νίκος μπήκε όμορφος στην αίθουσα", τα πράγματα θα δυσκόλευαν στον χαρακτηρισμό.
Παρεμπιπτόντως, δεν καταλαβαίνω γιατί προτιμούν τα συντακτικά αυτόν τον τόσο ασαφή όρο "προληπτικό" και δεν το ονομάζουμε επιρρηματικό κατηγορούμενο του αποτελέσματος.Πρόωρη ιδιότητα αποδίδεται κατά μία έννοια και με το επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού, αλλά δεν το λέμε προληπτικό.
Αν κοιτάξεις στις χρήσεις των επιθέτων στη Φιλιππάκη (σ. 281), θα δεις βεβαίως και την προσδιοριστική λειτουργία των επιθέτων.Μόνο που στη Γενετική-Μετασχηματιστική Γραμματική, να ξέρεις πως ως προσδιοριστές (determiners) δεν λειτουργούν μόνο οι επιθετικοί προσδιορισμοί, αλλά και οι δεικτικές αντωνυμίες που στο παραδοσιακό συντακτικό τις αναγνωρίζουμε ως κατηγορηματικούς προσδιορισμούς λόγω της παροδικής ιδιότητας και της θέσης του άρθρου.
Στα παραδείγματα που παρέθεσα (που βρήκα στο διαδίκτυο) θα χαρακτήριζα το επίθετο επιρρηματικό κατηγορούμενο, γιατί μου φαίνεται ότι προσδιορίζει και το ρήμα επιρρηματικά, για αυτό και θα μπορούσε να αντικατασταθεί με μια (ίσως όχι ακριβώς ισοδύναμη) επιρρηματική έκφραση: χαμογελαστός = χαμογελώντας, με χαμόγελο, εκνευρισμένος= επειδή /καθώς εκνευρίστηκε, σιωπηλή = σιωπηλώς. Αλλά στο «ο Νίκος όμορφος μπήκε στην αίθουσα» δεν βλέπω να μπορεί να αντικατασταθεί το όμορφος από ανάλογο επίρρημα ή επιρρηματική φράση χωρίς να αλλάξει εντελώς το νόημα, γιατί το νόημα είναι ότι ο Νίκος, όταν μπήκε στην αίθουσα (μια συγκεκριμένη μέρα) ήταν όμορφος (ενώ άλλες φορές μπορεί να μην δείχνει το ίδιο όμορφος) και όχι ότι μπήκε στην αίθουσα με όμορφο τρόπο. Δηλαδή, θεωρώ ότι το όμορφος δεν δείχνει τις συνθήκες υπό τις οποίες τελείται η πράξη του ρήματος, αλλά μόνο μια ιδιότητα του Νίκου, την οποία ο ομιλητής επιθυμεί να παρουσιάσει ως παροδική. Αυτό βλέπω εγώ ως διαφορά, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος.
Δηλαδή λες ότι στην ουσία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ επιρρηματικού κατηγορουμένου και κατηγορηματικού προσδιορισμού;
Είναι κάτι που σκέφτομαι από τον καιρό που πρωτοείδα στον Smyth να μην κάνει διάκριση.
Ναι, αλλά ο Smyth δεν διακρίνει ούτε τη χρήση του επιθέτου με τα συνδετικά ρήματα, δηλαδή του κανονικού κατηγορουμένου, από την χρήση του με τα άλλα ρήματα, αλλά σε όσες περιπτώσεις αναφέρει από την παράγραφο 1040 κ.ε. ονομάζει τα επίθετα predicate adjectives. Το κατηγορούμενο όμως με τα συνδετικά ρήματα σαφώς διαφέρει από τον κατηγορηματικό προσδιορισμό και το επιρρηματικό κατηγορούμενο, δεν διαφέρει;
Πάντως, από τα διάφορα επίθετα που λειτουργούν ως predicate adjectives νομίζω ότι ίσως πρέπει να δούμε ποια μπορούν να βρεθούν σε άλλες θέσεις της πρότασης (και άρα, είναι επιρρηματικά κατηγορούμενα) και ποια όχι (και είναι προσδιορισμοί, έστω φαινομενικά).
Άρα, η διάκριση του κατηγορηματικού προσδιορισμού γίνεται τελικά βάσει ενός επιφανειακού κριτηρίου, τη θέση του επιθέτου στην πρόταση.
Όλες αυτές τις ονομάζουμε συμπληρωματικές και δεν γίνεται πάντως περαιτέρω διάκριση σε ειδικές, ενδοιαστικές ή βουλητικές, όπως στο παραδοσιακό συντακτικό.
Στην πρώτη («Καλά που το θυμήθηκες») κατά τη γνώμη μου συμπληρώνει το εννοούμενο ρήμα "έκανες".Στη δεύτερη ( «Ο Γιώργος, εκτός που όλο τρώει τα νύχια του, είναι και αντιπαθητικός τύπος») συμπληρώνει την πρόθεση "εκτός".
Κάποιες όμως μπορούμε με ασφάλεια, με βάση το παραδοσιακό συντακτικό, να τις αναγνωρίσουμε ως ειδικές ή βουλητικές, αλλά κάποιες άλλες, όπως αυτές για τις οποίες σε ρώτησα στο προηγούμενο μήνυμά μου, όχι.
Με την ίδια λογική η «να-πρόταση» (όπως την ονομάζει η Φιλιππάκη) στο «Όσο να περάσει το λεωφορείο, είχαμε γίνει μούσκεμα» είναι μόνο συμπλήρωμα στο όσο και η «που-πρόταση» που προσδιορίζει τοπικά ή χρονικά επιρρήματα (εδώ που, εκεί που, τώρα που, τότε που, μετά που) είναι μόνο συμπλήρωμα στα επιρρήματα αυτά; Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε χρονική, που εισάγεται με όσο να τη δευτερεύουσα «Όσο να περάσει το λεωφορείο»; Εμένα χρονική μού φαίνεται*. *Αυτή η πρόταση πώς ακριβώς προκύπτει, από το «όσο περιμέναμε να περάσει το λεωφορείο» (οπότε είναι μάλλον μείξη χρονικής και βουλητικής (ή τελικής;), αλλά ολόκληρη η φράση πάλι χρόνο δηλώνει, ή «περιμένοντας μέχρι να περάσει το λεωφορείο»;
Επίσης, την που-πρόταση με τα εδώ και εκεί θα την έλεγα αναφορική, ενώ με τα τώρα, τότε, μετά, χρονική. Είναι λάθος αυτό;
Και στις δυο περιπτώσεις αναφορική επιρρηματική είναι. Στην μια προσδιορίζει τοπικό επίρρημα (αντί για το "όπου), στην άλλη χρονικό (αντί για το "οπότε").
Στην α.ε. όμως τις προτάσεις με ὁπότε, όπως και όταν έχουμε τότε... ὅτε, τις αναγνωρίζουμε ως χρονικές (αν και στην πραγματικότητα ίσως να είναι και αυτές αναφορικές, γιατί o Goodwin, 514, συνεξετάζει αναφορικές και χρονικές και γράφει ότι οι αναφορικές περιλαμβάνουν όλες τις χρονικές – κάπως συγκεχυμένο και αυτό βέβαια). Αλλά και στη Γραμματική του Γυμνασίου το οπότε δίνεται στους χρονικούς συνδέσμους. Αναγνωρίζονται σε κάποια Γραμματική της νέας Ελληνικής αυτές οι προτάσεις ως αναφορικές;
Δες εδώ:https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://users.sch.gr/panosloupasis/glwssa_g_gym_anaforikes.pdf&ved=2ahUKEwiJ_OiM3PHmAhXSyqQKHfoZBGEQFjABegQIAxAB&usg=AOvVaw3oysHfO_Z-bzhKlMr4UzKAΥΓ. Έγραψα ''οπότε'' πιο πάνω, ενώ ήθελα να γράψω ''όποτε''.