Mr_Staind και 3 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Οι προτάσεις αυτές μου φαίνονται ανάλογες με τις βουλητικές της λατινικής, αλλά η υποτακτική του προσδοκώμενου με μπερδεύει, γιατί το σχολικό βιβλίο των λατινικών γράφει ότι το περιεχόμενο των βουλητικών προτάσεων είναι απλώς επιθυμητό (ενώ για τις ενδοιαστικές γράφει ότι το περιεχόμενό τους αφορά κάτι το ενδεχόμενο ή πιθανό).
Να σου πω την άποψή μου απαντώντας με τη σειρά:α) Εδώ η άνω τελεία μπορείς να πεις ότι λειτουργεί ως άνω και κάτω τελεία, οπότε μπορείς μετά να μιλήσεις για επεξηγήσεις.Διαφορετικά, θα πρέπει να εννοήσεις όρους από την προηγούμενη πρόταση (εννοώ την πρόταση που τελειώνει με την άνω τελεία).
γ) Έτσι όπως είναι "τρίτα ταύτα", μοιάζει το "ταύτα" να λειτουργεί ως αντωνυμία (στη θέση της λέξης "μέτρα") και το "τρία" να είναι ο επιθετικός προσδιορισμός. Στα ν.ε λέμε "ισχύουν δύο τινά" ή "θέλω δυο τέτοια".Και θυμάμαι και μια παρόμοια πρόταση του Αποστόλου Παύλου "Νυνί δε μένει πίστις, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα", όπου πάλι το ρόλο της αντωνυμίας φαίνεται να παίζει το "ταύτα".Πιστεύω πως αν το "ταύτα" ήταν ο προσδιορισμός θα βρισκόταν μπροστά όπως στο παράδειγμα: "οἱ νόμοι δέ μοι δοκοῦσιν οἱ πολλοὶ ταῦτα δύο μάλιστα διδάσκειν, ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι. (πρβλ. ταύτας τοίνυν ἔχει τριάκοντα μνᾶς)Όμως, περιέργως, στο "τρία ταύτα" το αριθμητικό προηγείται, δεν έπεται της αντωνυμίας. Κι αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Αν ισχύει αυτό που λέω -κρατώ μια επιφύλαξη-, τότε οι επεξηγήσεις του κειμένου, αναφέρονται στο "ταύτα" και όχι στο "τρία".
Να υποθέσω ότι και οι τρεις ερωτήσεις αφορούν το ίδιο χωρίο, έτσι;
α) Εδώ η άνω τελεία μπορείς να πεις ότι λειτουργεί ως άνω και κάτω τελεία, οπότε μπορείς μετά να μιλήσεις για επεξηγήσεις.
β)Τώρα εδώ έχουμε συνδετικά επιρρήματα (πρώτον και μέγιστον, έπειτα, τρίτον).
Και πολύ σωστά υπέθεσες!Δηλαδή, μετά από άνω τελεία δεν γίνεται να έχουμε επεξήγηση (εκτός από την περίπτωση τεκμήριον δέ, τὸ δὲ μέγιστον κ.λπ. –άνω τελεία κύρια– πρόταση ως επεξήγηση);
Αν κατάλαβα καλά, apri, προτείνεις να θεωρήσουμε επεξηγήσεις τα έναρθρα απαρέμφατα και το ουσιαστικό, ενώ τα πρῶτον κ.λπ. επιρρηματικούς προσδιορισμούς, οι οποίοι όμως δηλώνουν τι; Ως εναλλακτική σύνταξη (δηλαδή αν δεν γινόταν να έχουμε επεξηγήσεις και προεξαγγελτικές παραθέσεις), είχα σκεφτεί να εννοήσω το ἐστί και να θεωρήσω τα πρῶτον, μέγιστον και τρίτον κατηγορούμενα και το ἔπειτα ως επίρρημα που «αντιπροσωπεύει ένα όνομα και είναι κατηγορούμενο», όπως γράφει ο Αναγνωστόπουλος. Πώς σας φαίνεται αυτή η σύνταξη;
Τώρα ανακάλυψα και άλλο πρόβλημα: αφού έχουμε πει ότι ο όρος αναφοράς πρέπει να προηγείται, το ᾧ πού αναφέρεται; Αν δεν υπήρχε κόμμα μετά το τρίτον δέ, θα έλεγα την πρόταση υποκείμενο (με την προϋπόθεση βέβαια ότι εννοείται ρήμα ἐστί και το ότι το ἔφεσις λειτουργεί ως επεξήγηση μόνο στην αναφορική πρόταση). Η αναφορική όμως μετά το κόμμα φαίνεται ‒και νοηματικά‒ να έχει θέση παράθεσης, αλλά πού; Στο ἔφεσις δεν γίνεται, γιατί έπεται, στο τρίτον δεν γίνεται, γιατί έχετε γράψει ότι οι ονοματικές αναφορικές έχουν ως όρο αναφοράς ή όνομα ή αντωνυμία. Τότε πού;
Συμφωνώ ότι θα πρέπει να εννοηθούν συνδετικά ρήματα: πρῶτον μέν ἐστι ... ἔπειτα δ' έστί ... τρίτον δ' ἐστι... Το ἔπειτα μπορεί να λειτουργήσει ως κατηγορούμενο, όπως συμβαίνει και με άλλα επιρρήματα (π.χ. ἡ ἀγορὰ ἦν ἐγγύς[/b
Μπορείς να την εκλάβεις ως ουσιαστικοειδή. Αν θέλεις πάντως να εννοήσεις όρο αναφοράς, είναι το "τούτο", οπότε η "έφεσις" θα είναι επεξήγηση σ' αυτό.Δηλ. "......τρίτον δὲ (τοῡτο), ᾧ καὶ μάλιστά φασιν ἰσχυκέναι τὸ πλῆθος, ἡ εἰς τὸ δικαστήριον ἔφεσις"
Πρέπει όμως να εννοηθεί και ένα: τοῦτο (ως υποκείμενο, το τρίτον κατηγορούμενο), το οποίο θα προσδιορίζει η αναφορική πρόταση και στο οποίο θα είναι επεξήγηση το ουσιαστικό ἡ ἔφεσις. Νομίζω πως έτσι ομαλοποιείται η σύνταξη.
Στο παράδειγμα με την αγορά, η γνώμη μου είναι ότι το ρήμα λειτουργεί ως υπαρκτικό (δηλ. έχει την έννοια "βρισκόταν") και όχι ως συνδετικό.