0 μέλη και 4 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Το ρήμα έμμεσης εξάρτησης παίζει πάντα ρόλο στα ελληνικά και με τη σημασία του και με τον χρόνο του.
Α, και με τη σημασία του! Αυτό ήταν που δεν ήξερα.
Ἀγησίλαος ἑώρα ὅτι πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν μένειν ἐπεθύμουν: ως ευθύς λόγος (στο Συντακτικό των Σαλμανλή-Μπιτσιάνη) δίνεται πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν μένειν ἐπιθυμοῦσι. Κανονικά όμως (με ελάχιστες εξαιρέσεις) η οριστική παρατατικού του πλαγίου λόγου προέρχεται από οριστική παρατατικού, και όχι ενεστώτα, του ευθέος. Εδώ έχουμε εξαίρεση ή λάθος των συγγραφέων;
Αν σε έναν υποθετικό λόγο του πλαγίου λόγου (με ρήμα εξάρτησης ιστορικού χρόνου) έχουμε στην υπόθεση εἰ + ευκτική ενεστώτα και στην απόδοση ε.π.λ. ενεστώτα ή απαρέμφατο ή κατηγορηματική μετοχή ενεστώτα, η διάκριση μεταξύ πραγματικού, αόριστης επανάληψης στο παρόν-μέλλον και αόριστης επανάληψης στο παρελθόν γίνεται μόνο με βάση το νόημα; Σχετικά με τη διάκριση των δύο επαναλήψεων, θα προτιμήσουμε την αόριστη επανάληψη στο παρόν-μέλλον, μόνο αν αυτό που εκφράζει ο υποθετικός λόγος είναι γενική αλήθεια;
Αν όμως στην υπόθεση (με απόδοση τα παραπάνω) έχουμε ε.π.λ. παρακειμένου, το πιο πιθανό, χωρίς να αποκλείονται οι αόριστες επαναλήψεις, δεν είναι ο υποθετικός λόγος είναι του πραγματικού; Νομίζω ότι ο παρακείμενος στην υπόθεση αόριστης επανάληψης (ο οποίος μάλλον χρησιμοποιείται για να δηλωθεί με σαφήνεια το προτερόχρονο της υπόθεσης) είναι σπάνιος (και δεν έχω κανένα παράδειγμα σε υποθετική πρόταση, παρά μόνο σε παραχωρητική και αναφορικοϋποθετική της αόριστης επανάληψης σε παρόν-μέλλον).
Αν στην υπόθεση έχουμε εἰ + ευκτική ενεστώτα (ή ίσως παρακειμένου) και στην απόδοση ε.π.λ. αορίστου ή απαρέμφατο ή κατηγορηματική μετοχή αορίστου, ο υποθετικός λόγος αόριστη επανάληψη στο παρελθόν δεν θα δηλώνει; Γιατί στο πραγματικό με ιστορικό χρόνο στην απόδοση, λογικά χρειαζόμαστε και ιστορικό χρόνο στην υπόθεση (αλλά η ε.π.λ. ενεστώτα (ή παρακειμένου) της υπόθεσης δεν μπορεί να προέρχεται από παρατατικό (ή υπερσυντέλικο).
Δεν κάνουν λάθος οι συγγραφείς. Αν προσέξεις τα συμφραζόμενα του κειμένου (Ξενοφ. Ἑλλ. IV, 2, 5), ο ευθύς λόγος, δηλαδή η διαπίστωση που κάνει ο Αγησίλαος, δεν μπορεί να αναφέρεται στο παρελθόν.
Εφόσον δεν μιλάς για ευκτική του πλάγιου λόγου στην υπόθεση, και επομένως μπορούμε να συμπεριλάβουμε και την ευκτική της απλής σκέψης και την επαναληπτική ευκτική, τότε "παίζουν" 4 είδη: το πραγματικό, η αόριστη επανάληψη στο παρόν και το μέλλον, η απλή σκέψη του λέγοντος και η αόριστη επανάληψη στο παρελθόν (αν όμως εννοείς ε.π.λ. στην υπόθεση, τα δύο τελευταία είδη αποκλείονται).
Τέλος, η αόριστη επανάληψη στο παρελθόν έχει ακόμη λιγότερες πιθανότητες, διότι στην απόδοση είναι πολύ σπάνιο ο επαναληπτικός παρατατικός του ε.λ. να τρέπεται σε ευκτική ενεστώτα (αλλά λιγότερο σπάνιο να αποδίδεται με απαρ. ή μτχ. ενεστώτα).
Θέλεις να πεις ότι ο υποθετικός λόγος της αόριστης επανάληψης στο παρελθόν με απόδοση οριστική παρατατικού μεταφέρεται στον πλάγιο λόγο πιο συχνά με ειδική πρόταση εκφερόμενη με οριστική παρατατικού παρά με απαρέμφατο ή κατηγορηματική μετοχή ενεστώτα; Επομένως, αν έχουμε στην απόδοση απαρέμφατο ή μετοχή ενεστώτα η αόριστη επανάληψη στο παρελθόν είναι λιγότερο πιθανή (χωρίς όμως να αποκλείεται και εντελώς);
Το ᾗπερ , όταν δηλώνει τόπο ή τρόπο είναι επίρρημα. Όταν δηλώνει τόπο, μπορεί, αν ο όρος αναφοράς είναι θηλυκό, να πρέπει να θεωρηθεί αντωνυμία; Π.χ. Ὁ δὲ στρατὸς τῶν Πελοποννησίων προϊὼν ἀφίκετο τῆς Ἀττικῆς ἐς Οἰνόην πρῶτον, ᾗπερ ἔμελλον ἐσβαλεῖν. Νομίζω ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί αντωνυμία, γιατί στη θέση του θα μπορούσε να υπάρχει ἔνθεν / ὅθεν και ότι, αν είχαμε αντωνυμία, αυτή θα ήταν εμπρόθετη (ἐξ ἧς).
εἰμὶ δ’ ἐγὼ Διὸς μὲν υἱός: στον πλάγιο λόγο το ἐγὼ πρέπει να δηλωθεί ως υποκείμενο του απαρεμφάτου σε αιτιατική για έμφαση (με επαναληπτική ή αυτοπαθή αντωνυμία), οπότε να τεθεί σε αιτιατική και το κατηγορούμενο, λέγει αὐτόν / αὑτὸν εἶναι Διὸς μὲν υἱόν, ή να παραλειφθεί και να γίνει λέγει εἶναι Διὸς μὲν υἱός; Το μὲν νομίζω ότι παραμένει στον πλάγιο λόγο. Το δὲ έχει θέση;
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τέτοιες συντάξεις (με υποκ. απαρ. σε αιτιατική επί ταυτοπροσωπίας) γίνονται κατά κανόνα με δοξαστικά ρήματα (κυρίως το οἴομαι, σπανιότερα το δοκῶ ή το ἡγοῦμαι ή το νομίζω) και με το βούλομαι· θεωρητικά όμως στέκει αυτή η δομή και με λεκτικά ρήματα.
Δίνεται σε άσκηση ευθύς λόγος αὐτὸς οὐκ ἂν ἐπέδραμεν και ζητείται μετατροπή σε πλάγιο με εξάρτηση οὐκ ἂν ἡγεῖσθε. Έψαξα τη φράση και βρήκα ότι σε κείμενο υπάρχει στη μορφή οὐκ ἂν ἡγεῖσθ᾽ αὐτὸν κἂν ἐπιδραμεῖν με το αὐτόν, όπως το καταλαβαίνω, επαναληπτική και όχι οριστική αντωνυμία.Άρα, στον ευθύ λόγο πρέπει ή να γίνει οὗτος ή να παραλειφθεί, σωστά;
Σχετικά με τις αντωνυμίες που χρησιμοποιούνται για το γ΄πρόσωπο στον πλάγιο λόγο, γνωρίζω ότι η επαναληπτική αναφέρεται ή στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος εξάρτησης του πλαγίου λόγου. Εδώ όμως δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο, αλλά το αὐτὸν φαίνεται να επαναλαμβάνει το οὗτος της αναφορικής που προηγείται, ὡς οὗτός φησιν. Αυτό, δηλαδή μια επαναληπτική αντωνυμία στον πλάγιο λόγο να μην αναφέρεται ούτε στο υποκείμενο ούτε σε αντικείμενο του ρήματος εξάρτησης αλλά σε τρίτο πρόσωπο, κατά πόσο συνηθίζεται;
Και κάτι ακόμη∙ στην παραπάνω άσκηση, προφανώς επειδή πήραν τη φράση από τον πλάγιο λόγο (και την μετέτρεψαν σε ευθύ), δίνεται το ρήμα εξάρτησης του υπάρχοντος πλαγίου λόγου οὐκ ἂν ἡγεῖσθε. Η αμέσως επόμενη πρόταση της ίδιας άσκησης είναι οὐκ ἄν δυναίμην τοσούτους συμμάχους ἑλεῖν και δίνεται ρήμα εξάρτησης ἔφη. Το ότι η άρνηση και το δυνητικό μόριο με τα λεκτικά και δοξαστικά ρήματα ανήκει στο απαρέμφατο είναι γνωστό. Αυτή η δομή όμως είναι κανόνας ή μπορεί κάποιες φορές η άρνηση και το ἂν να συνάπτονται με το απαρέμφατο; Δηλαδή, το οὐκ ἄν δυναίμην τοσούτους συμμάχους ἑλεῖν πρέπει να γίνει απαραίτητα οὐκ ἄν ἔφη δύνασθαι... ή λέγεται και το ἔφη οὐκ ἄν δύνασθαι ...;
Η δεύτερη λοιπόν από τις εκδοχές που αναφέρεις ασφαλώς και λέγεται, νομίζω μάλιστα πως εν προκειμένω θα ήταν και προτιμότερη, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία αν το δυνητικό συνάπτεται με το ρήμα ι.χ. ή με το απαρέμφατο [/u](οὐκ ἂν ἔφη δύνασθαι ή οὐκ ἂν ἔφη δύνασθαι; ).
Αλλά όταν ο χρόνος του ρ. εξάρτησης είναι αρκτικός, πρόβλημα σύγχυσης δεν υπάρχει (όπως στο προηγούμενο παράδειγμα: οὐκ ἂν ἡγεῖσθ' αὐτὸν κἂν ἐπιδραμεῖν).
Και σε αυτήν την περίπτωση, όταν ο χρόνος του ρήματος εξάρτησης είναι αρκτικός, ποια θέση είναι προτιμότερη - συνηθέστερη για το δυνητικό μόριο;Η άρνηση πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκεται στην ίδια θέση με το δυνητικό ή θα μπορούσε να γίνει και οὐκ ἔφη δύνασθαι ἄν;