0 μέλη και 10 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Μα και η ονομαστική που τίθεται ως υποκείμενο δεν παύει να περιέχει την έννοια της αιτίας. Στο παράδειγμα από τον Λυσία μια κατά λέξη μετάφραση θα ήταν: "αφού ο θάνατος επιβλήθηκε ως ποινή σ' αυτούς". Με άλλα λόγια, η ονομαστική του υποκειμένου στην παθητική σύνταξη δεν αίρει τον επιρρηματικό χαρακτήρα της αιτιατικής στην ενεργητική σύνταξη.
Έτσι, στην ενεργητική σύνταξη: καταγιγνώσκω αὐτοῦ (αντικ.) θανάτου (γεν. της ποινής) η αντίστοιχη παθητική είναι πάλι: θάνατος καταγιγνώσκεται αὐτοῦ (ή: οὗτος καταγιγνώσκεται θανάτου).
H παρατήρησή σου για τη σύνταξη με απαρέμφατο μου έφερε τώρα στο μυαλό ανάλογες συντάξεις της Λατινικής με τα ιδιόρρυθμα απρόσωπα ψυχικού πάθους pudet, taedet, miseret και κάποια άλλα, τα οποία συντάσσονται με γενική της αιτίας και αιτιατική προσώπου που δοκιμάζει το συναίσθημα. Ιδού τι γράφει γι' αυτά ο Woodcock (208): "With some of these verbs, instead of the genitive, the cause of the emotion may be expressed by an infinitive, or other noun-equivalent, standing as subject".
Τώρα θα μου πεις ότι όλα αυτά έρχονται σε αντίφαση (δεν ξέρω αν το έχω καταλάβει καλά) με τη θεωρία του Chomsky ότι κάθε όρος έναν και μόνο συντακτικό ρόλο μπορεί να έχει μέσα στην πρόταση.
Κοίτα, η αιτιατική είναι η κατεξοχήν (κατά κάποιους η μόνη) πτώση του αντικειμένου. Αν είναι εμφανές ότι δεν παίζει αυτόν το ρόλο, τότε λειτουργεί επιρρηματικά.Δίπλα στο "καταγιγνώσκω" η αιτιατική (ως όνομα/απαρέμφατο/ονοματική πρόταση) δεν βλέπω τι επιρρηματικό εκφράζει, αφού εκφράζει το τι καταλογίζεται/χρεώνεται σε κάποιον είτε αυτό είναι έγκλημα (acc. criminis) είτε ποινή (acc. poenae).
Η μόνη περίπτωση που φαίνεται να δηλώνει αιτία η αιτιατική είναι δίπλα στην παθητική μετοχή. Και είναι ένα ερώτημα αν το ίδιο συμβαίνει και δίπλα σε παθητικά ρήματα ή μόνο δίπλα σε παθητικές μετοχές, που είναι ονοματικοί τύποι του ρήματος.
Ρίξε μια πιο προσεκτική ματιά στο λήμμα του ρήματος (http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0057:entry=katagignw/skw).Δεν υπάρχει γενική της ποινής, μόνο αιτιατική. Στο παράδειγμα που γράφεις, η γενική μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως γενική της αιτίας (gen. criminis). Δηλ. η πρόταση θα είχε την έννοια ότι καταδικάζω κάποιον λόγω κάποιου θανάτου.
Ο σημασιολογικός ρόλος του δράστη μπορεί να εκφραστεί μέσω του υποκειμένου, μέσω του ποιητικού αιτίου ή μέσα από έναν προσδιορισμό της αιτίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι συντακτικά ταυτίζονται όλα αυτά. Κάθε σύνταξη εκπορεύεται από μια διαφορετική επικοινωνιακή στρατηγική (δηλ. σε τι θέλει να δώσει έμφαση ο ομιλητής).
Στο LSJ, Ι αναφέρεται η αρχική σημασία του ρήματος (θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε: "παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, αναγνωρίζω, αποδίδω, καταλογίζω"). Η σύνταξη, αν και δεν αναφέρεται σαφώς με όρους, είναι αυτή που λες (αιτιατ. = αντικείμενο άμεσο) - συμφωνώ κι εγώ απόλυτα. Εδώ ως αντικ. έχουμε και απαρέμφατο, ειδ. πρόταση, ακόμη και κατηγορηματική μετοχή. Όλα καλά ως εδώ. Στις ενότητες όμως ΙΙ και ΙΙΙ του λήμματος το Λεξικό "αλλάζει γραμμή πλεύσεως" και μιλάει για αιτιατική της αιτίας ή της ποινής, προφανώς γιατί το ρήμα απέκτησε καθαρά δικανική σημασία ("καταδικάζω, κατηγορώ")· και, όπως ξέρουμε, με τα ρήματα αυτά είναι απαραίτητη, τόσο στην Ελληνική όσο και στη Λατινική, η δήλωση είτε της αιτίας που συνεπάγεται την κατηγορία ή την καταδίκη είτε της ποινής που απορρέει από την καταδίκη. Αυτή πιστεύω πως ήταν η σκέψη των συγγραφέων του Λεξικού, οι οποίοι προφανώς λαμβάνουν τώρα το ρήμα ως μονόπτωτο με γενική του προσώπου. Σίγουρα η σύνταξη αυτή προέκυψε από την παραπάνω (Ι), αλλά δεν βρίσκω ικανούς και αναγκαίους λόγους ώστε να μην την αποδεχθώ.
Κι όμως, υπάρχει γενική της ποινής, αλλά όντως δεν την αναφέρει το LSJ. Εντοπίζεται (μία τουλάχιστον) στον Πλάτωνα (Πολιτ. 558 a) αλλά με το ρ. καταψηφίζομαι: ἐν τοιαύτῃ πολιτείᾳ [ἀνθρώπων] καταψηφισθέντων θανάτου ἢ φυγῆς.
Μα ασφαλώς το υποκείμενο δεν μπορεί να ταυτιστεί συντακτικά με τον προσδιορισμό της αιτίας· μπορεί όμως να εμπεριέχει την αιτία, όπως ξεκάθαρα το είπε ο Woodcock.
Το ότι εμφανίζεται μόνο με το "καταψηφίζομαι" και σε ένα παράδειγμα όμως κάτι λέει για τη σπανιότητα και το δόκιμον της χρήσης της. Δεν ξέρω πόσο σοβαρά μπορούμε να πάρουμε αυτήν τη σύνταξη.
Αυτό που σκέφτεσαι, είναι ότι μπορεί η αιτία να εκφράζεται υπό τη μορφή του αντικειμένου ή σε παρερμηνεύω; Αν αυτό λες, δεν νομίζω ότι μπορεί να συμβαίνει, γιατί το αντικείμενο δείχνει τον δέκτη της ενέργειας, όχι αυτόν/αυτό που την προκαλεί.
Αυτό που είπα, παραθέτοντας και την ερμηνεία του Woodcock αλλά και σε προηγούμενη ανάρτησή μου, είναι ότι η αιτία μπορεί να εμπεριέχεται στο υποκείμενο, όχι να εκφράζεται με τη μορφή του αντικειμένου.
Απλώς προσπαθώ να καταλάβω γιατί συνδέεις τη σύνταξη των απροσώπων (και την ερμηνεία του Woodcock) με το "καταγιγνώσκω".
Εξηγούμαι: υπάρχει ένα κοινό σημείο ανάμεσα στη σύνταξη των ιδιόρρυθυμων απρόσωπων ρημάτων ψυχικού πάθους της Λατινικής και στην παθητική σύνταξη του καταγιγνώσκω: (α) στα απρόσωπα η αιτία του ψυχικού πάθους μπορεί να εκφράζεται μέσω του υποκειμένου, όταν αυτό είναι αντωνυμία σε ονομαστική πτώση ή απαρέμφατο: id me pudet, αυτό με κάνει να ντρέπομαι, ντρέπομαι γι' αυτό· (β) στην παθητική σύνταξη του καταγιγνώσκω το υποκείμενο εμπεριέχει και την αιτία της κατηγορίας ή της καταδίκης, ή την ποινή της καταδίκης, αν δεχτούμε βέβαια ότι η αιτιατική στην ενεργητική σύνταξη είναι επιρρηματική: θάνατος αὐτῶν κατεγνώσθη (ενεργ.: κατέγνωσαν αὐτῶν θάνατον).Εν ολίγοις, και στις δύο συντάξεις εμπεριέχεται στο υποκείμενο και μια επιρρηματική συνδήλωση (όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον).
(1) όσο, όσον καιρό, οπότε δηλώνει το σύγχρονο: Πλάτ. Παρμεν. 135 d ἕλκυσον δὲ σαυτὸν καὶ γύμνασαι μᾶλλον ... ἕως ἔτι νέος εἶ· Δημοσθ. Ι, 20 ἕως ἐστὶ καιρός, ἀντιλάβεσθε τῶν πραγμάτων· Αισχύλου Αγαμ. 1434/36 οὔ μοι φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖ,/ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς/Αἴγισθος (=...όσο ο Αίγισθος [θα] ανάβη τη φωτιά στην εστία μου). Εδώ φαίνεται να ανήκει και η πρόταση ἕως ἔτι ἔξεστι.Αυτό λειτουργεί όπως το λατινικό dum (του συγχρόνου).
Ένα γενικότερο σχόλιο που θέλω να κάνω είναι ότι οι λεγόμενες χρονικές σχέσεις δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρες, αλλά υπάρχουν συχνά συμφύρσεις και επικαλύψεις.
Πάντως, δεν φαίνεται να ταυτίζεται απόλυτα με το "ἐν ᾧ" που δείχνει απλώς δυο παράλληλες πράξεις. Τουλάχιστον στα παραδείγματα που παραθέτεις, με το "έως" εισάγεται μεν μια σύγχρονη πράξη, αλλά δίνεται με έμφαση ο χρόνος λήξης της πράξης της κύριας (δηλ. το τέλος της πράξης της δευτερεύουσας).