0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Και πολύ καλά κάνει διότι η Ελλάδα είναι μια χριστιανική χώρα...οποίος δεν του αρέσει αυτό μπορεί να βγάλει διαβατήριο και να φύγει...
Το θέμα είναι περίπλοκο και θα δημιουργήσει από το νέο σχολικό έτος πολύ σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία ειδικά των Λυκείων και πιστεύω πως ψευτομαγκιές του στυλ «άμα δε γουστάρεις βγάλε διαβατήριο και φύγε» νομίζω πως δεν έχουν σχέση με το θέμα και με το χώρο (… ίσως για Τεχεράνη να είναι καλά !). Ας σοβαρευτούμε λοιπόν.Παραθέτω μια σοβαρή άποψη, του πρώην Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου:« …Πώς θεωρείτε ότι θα εξελιχθεί η κατάσταση μετά την απόφαση του ΣτΕ;Εκτιμώ ότι θα υπάρξει ένας μεγάλος αριθμός μαθητών ο οποίος θα ζητήσει απαλλαγή από τα Θρησκευτικά, όχι επειδή δεν είναι χριστιανοί, όχι επειδή προσβάλλεται η θρησκευτική τους ελευθερία, αλλά πολύ απλά για να γλιτώσουν μάθημα. Αν αυτό συμβεί, και η απόφαση του ΣτΕ αλλά και το υπουργείο Παιδείας είπαν ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα άλλο μάθημα και αυτό είναι άλλη μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Δημιουργούμε ένα πρόβλημα χωρίς να έχουμε τις υποδομές για να το αντιμετωπίσουμε και μετά αναζητούμε τις υποδομές. Πόσους θα διορίσει το υπουργείο Παιδείας που θα αναλάβουν να κάνουν το εναλλακτικό μάθημα; Ή θα το αναλάβουν οι ίδιοι οι θεολόγοι, οι οποίοι θα κάνουν στα μισά παιδιά κατηχητικό μάθημα και στα άλλα μισά εναλλακτικό; Και με ποιες υποδομές θα γίνει το εναλλακτικό μάθημα; Τα σχολεία, είναι γνωστό, αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα χώρου. Πού θα βρεθούν αίθουσες για κάθε σχολείο, ώστε να λειτουργήσει το εναλλακτικό μάθημα; Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί και, ως εκ τούτου, θεωρώ ότι τελικά δεν θα εφαρμοστεί η απόφαση του ΣτΕ, γιατί είναι αδύνατο να εφαρμοστεί. Είναι μια ιδεολογική απόφαση που δεν έχει να κάνει ούτε με τις αρχές της παιδαγωγικής επιστήμης ούτε με το Σύνταγμα. Γιατί δεν νομίζω ότι βρέθηκε κάτι στα νέα προγράμματα σπουδών που να προσβάλλει την ορθόδοξη πίστη.Ωστόσο, υπάρχει και δεύτερο τεράστιο πρόβλημα..»Ένα πρώτο συμπέρασμα που έχω βγάλει ως τώρα:Οι ...."Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου" που προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας «πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι»!
Το θέμα είναι περίπλοκο και θα δημιουργήσει από το νέο σχολικό έτος πολύ σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία ειδικά των Λυκείων και πιστεύω πως ψευτομαγκιές του στυλ «άμα δε γουστάρεις βγάλε διαβατήριο και φύγε» νομίζω πως δεν έχουν σχέση με το θέμα και με το χώρο (… ίσως για Τεχεράνη να είναι καλά !). Ας σοβαρευτούμε λοιπόν.
To ΣτΕ ειναι το ανωτερο δικαστηριο...οι αποφασεις του δεν εφεσιβαλονται ...Οποιος διαφωνει με τους νομους η τα δικαστηρια της χωρας και γενικοτερα με τα ηθη και τα εθιμα της χωρας ειναι ελευθερος να μετακομισει αλλου...
To ΣτΕ ειναι το ανωτερο δικαστηριο...οι αποφασεις του δεν εφεσιβαλονται ...Οποιος διαφωνει με τους νομους η τα δικαστηρια της χωρας και γενικοτερα με τα ηθη και τα εθιμα της χωρας ειναι ελευθερος να μετακομισει αλλου...Εκτος αν δεν θελετε νομους και προτιματε τις μολοτωφ και τα καλασνικωφ...
Το κρίσιμο απόσπασμα της δικηγόρου είν' άλλο."Η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, η διάπλαση των μαθητών σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες, επίσης σκοπός της εκπαίδευσης, ο ίδιος ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος δεν απασχολούν καθόλου τους δικαστές της πλειοψηφίας, παρόλες τις σοβαρές και θεμελιωμένες ενστάσεις των δικαστών που μειοψηφούν."
Μέχρι σήμερα από το ΣτΕ δεν έχουν δημοσιευτεί τα κείμενα των αποφάσεων για τα Θρησκευτικά, παρά μόνο μια αναλυτική περίληψη. Αναδημοσιεύω τις απόψεις των μελών που μειοψήφησαν – έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.Αναλυτική περίληψη των 1749 και 1750/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας27/09/2019Πρόεδρος: Αθ. Ράντος, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Π. Μπραΐμη, Σύμβουλος………………………………………………………………………………………………………………………………..Επί των θεμάτων αυτών διατυπώθηκαν τρεις μειοψηφούσες απόψεις: α) Κατά την άποψη τεσσάρων Συμβούλων, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 της ΕΣΔΑ και 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι η μετάδοση γνώσεων ή πληροφοριών θρησκευτικού χαρακτήρα στην εκπαίδευση πρέπει να είναι αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική και να μην επιδιώκει κατηχητικό σκοπό, χωρίς ωστόσο να θίγεται η ελευθερία του κράτους να διαμορφώνει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ανάλογα με τις ανάγκες και τις παραδόσεις του ή σύμφωνα με τις αρχές της τυχόν επίσημης ή επικρατούσας θρησκείας, εφόσον, στην περίπτωση αυτή, προβλέπεται σύστημα απαλλαγής των μαθητών που δεν παραβιάζει τη θρησκευτική τους ελευθερία. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και με την αναγνώριση, στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ως επικρατούσας στην Ελλάδα, δηλαδή θρησκείας της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, συνάγεται ότι επιβάλλεται κατ’αρχήν, στο πλαίσιο της θρησκευτικής εκπαίδευσης των μαθητών, να δίνεται έμφαση στη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εναπόκειται δε στον νομοθέτη να καθορίσει το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών ή άλλου ισότιμου μαθήματος, κατά τρόπο ώστε να εκπληρώνεται η ως άνω συνταγματική υποχρέωση και για τους μη ορθόδοξους Έλληνες, καθώς και να θεσπίσει σύστημα απαλλαγής από τη διδασκαλία των θρησκευτικών με τρόπο που να μην παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία των μαθητών. Επίσης, εντός του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών επιβάλλεται να συμπεριλαμβάνονται θρησκειολογικά, φιλοσοφικά ή άλλα στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό, και δοθέντος ότι από τις ανωτέρω διατάξεις δεν παρέχεται δικαίωμα στους γονείς να αξιώνουν από το κράτος την οργάνωση διδασκαλίας με συγκεκριμένο περιεχόμενο, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να διαμορφώσει το ειδικότερο περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών, λαμβάνοντας υπόψη και παιδαγωγικά κριτήρια. Επομένως, ο σχετικός δικαστικός έλεγχος είναι οριακός, ενώ εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου οι ουσιαστικές εκτιμήσεις και οι παιδαγωγικές επιλογές της Διοίκησης, οι οποίες στηρίζονται σε εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις. β) Κατά την άποψη ενός Συμβούλου, το άρθρο 3 του Συντάγματος αναφέρεται απλώς στο πραγματικό γεγονός ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζεται το θρήσκευμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τέθηκε για λόγους ιστορικούς και έχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, ενώ δεν επηρεάζει την άσκηση του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Ομοίως, και η επίκληση της Αγίας Τριάδος στην προμετωπίδα του Συντάγματος τέθηκε για ιστορικούς λόγους και έχει περιορισμένη κανονιστική επιρροή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ο όρος «θρησκευτική συνείδηση» παραπέμπει στον ταυτόσημο όρο του άρθρου 13 παρ. 1 Συντ., και όχι στον διαφορετικό όρο «επικρατούσα θρησκεία» του άρθρου 3 παρ. 1 Συντ., ενώ ως «ανάπτυξη» της θρησκευτικής συνείδησης νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση πάντως στην παρουσίαση των δογμάτων και των αρχών της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή της επικρατούσας θρησκείας. Σημαίνει δε την εσωτερική και μη υποκείμενη σε εξωτερική χειραγώγηση στάση του μαθητή αναφορικά με το θείο, και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του μαθητή, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του, να ασπάζεται ή όχι συγκεκριμένο θρήσκευμα, να αλλάξει θρήσκευμα ή να είναι άθρησκος. Ενόψει τούτων, από τον συνδυασμό των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ.1, 13 παρ.1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι υποκείμενο του δικαιώματος της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι τόσο οι Έλληνες, ήτοι οι κεκτημένοι την ελληνική ιθαγένεια, όσο και οι νομίμως ευρισκόμενοι στην Ελλάδα αλλοδαποί, στο πλαίσιο των υπαρχουσών εκπαιδευτικών δομών και των διατιθέμενων μέσων. Περαιτέρω, για τη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών και την επιλογή της διδακτέας ύλης, που αποτελούν αμιγώς κρατικές αρμοδιότητες, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις που καθορίζουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων προέχων είναι η «διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων» πολιτών. Από αυτά παρέπεται ότι το Κράτος δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ως τη μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας και της αμεροληψίας, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους. Ενόψει τούτων, ο νομοθέτης ουδόλως υποχρεούται να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών ομολογιακό χαρακτήρα, ενώ απαγορεύεται να προσδώσει κατηχητικό χαρακτήρα. Και ναι μεν προβλέπεται η δυνατότητα απαλλαγής του μαθητή, πλην η άσκηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέτρο, διότι, όταν ιδίως δεν προβλέπεται εναλλακτικό μάθημα, όπως στην Ελλάδα, ο μαθητής αποστερείται της θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 2 Συντ., ενώ η απαλλαγή δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού σε βάρος του ομαδικού πνεύματος, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης. Συνεπώς, ο νομοθέτης δύναται να προσδώσει στο μάθημα θρησκειολογικό περιεχόμενο, με την κατάλληλη έμφαση στην ιστορία, το ρόλο και τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας, και να το εμπλουτίσει με στοιχεία λογοτεχνικά, κοινωνιολογικά, λαογραφικά, φιλοσοφικά και ιστορίας της Τέχνης, το περιεχόμενο δε αυτό ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τις επιταγές του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων. Η αντίθετη άποψη δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στην αρχή της ισότητας, διότι δεν υφίσταται ομοιότητα καταστάσεων σε σχέση με τους μαθητές της μουσουλμανικής μειονότητας, του καθολικού δόγματος και της εβραϊκής κοινότητας, που διέπονται από ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις ή ανήκουν σε θρησκευτικές μειονότητες, για τις οποίες επιτρέπονται θετικές διακρίσεις. Παράθεση από: lodo στις Νοεμβρίου 21, 2019, 10:22:00 pmΜέχρι σήμερα από το ΣτΕ δεν έχουν δημοσιευτεί τα κείμενα των αποφάσεων για τα Θρησκευτικά, παρά μόνο μια αναλυτική περίληψη. Αναδημοσιεύω τις απόψεις των μελών που μειοψήφησαν – έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.Αναλυτική περίληψη των 1749 και 1750/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας27/09/2019Πρόεδρος: Αθ. Ράντος, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Π. Μπραΐμη, Σύμβουλος………………………………………………………………………………………………………………………………..Επί των θεμάτων αυτών διατυπώθηκαν τρεις μειοψηφούσες απόψεις: α) Κατά την άποψη τεσσάρων Συμβούλων, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 της ΕΣΔΑ και 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι η μετάδοση γνώσεων ή πληροφοριών θρησκευτικού χαρακτήρα στην εκπαίδευση πρέπει να είναι αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική και να μην επιδιώκει κατηχητικό σκοπό, χωρίς ωστόσο να θίγεται η ελευθερία του κράτους να διαμορφώνει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ανάλογα με τις ανάγκες και τις παραδόσεις του ή σύμφωνα με τις αρχές της τυχόν επίσημης ή επικρατούσας θρησκείας, εφόσον, στην περίπτωση αυτή, προβλέπεται σύστημα απαλλαγής των μαθητών που δεν παραβιάζει τη θρησκευτική τους ελευθερία. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και με την αναγνώριση, στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ως επικρατούσας στην Ελλάδα, δηλαδή θρησκείας της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, συνάγεται ότι επιβάλλεται κατ’αρχήν, στο πλαίσιο της θρησκευτικής εκπαίδευσης των μαθητών, να δίνεται έμφαση στη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εναπόκειται δε στον νομοθέτη να καθορίσει το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών ή άλλου ισότιμου μαθήματος, κατά τρόπο ώστε να εκπληρώνεται η ως άνω συνταγματική υποχρέωση και για τους μη ορθόδοξους Έλληνες, καθώς και να θεσπίσει σύστημα απαλλαγής από τη διδασκαλία των θρησκευτικών με τρόπο που να μην παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία των μαθητών. Επίσης, εντός του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών επιβάλλεται να συμπεριλαμβάνονται θρησκειολογικά, φιλοσοφικά ή άλλα στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό, και δοθέντος ότι από τις ανωτέρω διατάξεις δεν παρέχεται δικαίωμα στους γονείς να αξιώνουν από το κράτος την οργάνωση διδασκαλίας με συγκεκριμένο περιεχόμενο, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να διαμορφώσει το ειδικότερο περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών, λαμβάνοντας υπόψη και παιδαγωγικά κριτήρια. Επομένως, ο σχετικός δικαστικός έλεγχος είναι οριακός, ενώ εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου οι ουσιαστικές εκτιμήσεις και οι παιδαγωγικές επιλογές της Διοίκησης, οι οποίες στηρίζονται σε εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις. β) Κατά την άποψη ενός Συμβούλου, το άρθρο 3 του Συντάγματος αναφέρεται απλώς στο πραγματικό γεγονός ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζεται το θρήσκευμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τέθηκε για λόγους ιστορικούς και έχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, ενώ δεν επηρεάζει την άσκηση του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Ομοίως, και η επίκληση της Αγίας Τριάδος στην προμετωπίδα του Συντάγματος τέθηκε για ιστορικούς λόγους και έχει περιορισμένη κανονιστική επιρροή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ο όρος «θρησκευτική συνείδηση» παραπέμπει στον ταυτόσημο όρο του άρθρου 13 παρ. 1 Συντ., και όχι στον διαφορετικό όρο «επικρατούσα θρησκεία» του άρθρου 3 παρ. 1 Συντ., ενώ ως «ανάπτυξη» της θρησκευτικής συνείδησης νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση πάντως στην παρουσίαση των δογμάτων και των αρχών της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή της επικρατούσας θρησκείας. Σημαίνει δε την εσωτερική και μη υποκείμενη σε εξωτερική χειραγώγηση στάση του μαθητή αναφορικά με το θείο, και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του μαθητή, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του, να ασπάζεται ή όχι συγκεκριμένο θρήσκευμα, να αλλάξει θρήσκευμα ή να είναι άθρησκος. Ενόψει τούτων, από τον συνδυασμό των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ.1, 13 παρ.1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι υποκείμενο του δικαιώματος της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι τόσο οι Έλληνες, ήτοι οι κεκτημένοι την ελληνική ιθαγένεια, όσο και οι νομίμως ευρισκόμενοι στην Ελλάδα αλλοδαποί, στο πλαίσιο των υπαρχουσών εκπαιδευτικών δομών και των διατιθέμενων μέσων. Περαιτέρω, για τη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών και την επιλογή της διδακτέας ύλης, που αποτελούν αμιγώς κρατικές αρμοδιότητες, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις που καθορίζουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων προέχων είναι η «διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων» πολιτών. Από αυτά παρέπεται ότι το Κράτος δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ως τη μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας και της αμεροληψίας, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους. Ενόψει τούτων, ο νομοθέτης ουδόλως υποχρεούται να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών ομολογιακό χαρακτήρα, ενώ απαγορεύεται να προσδώσει κατηχητικό χαρακτήρα. Και ναι μεν προβλέπεται η δυνατότητα απαλλαγής του μαθητή, πλην η άσκηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέτρο, διότι, όταν ιδίως δεν προβλέπεται εναλλακτικό μάθημα, όπως στην Ελλάδα, ο μαθητής αποστερείται της θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 2 Συντ., ενώ η απαλλαγή δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού σε βάρος του ομαδικού πνεύματος, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης. Συνεπώς, ο νομοθέτης δύναται να προσδώσει στο μάθημα θρησκειολογικό περιεχόμενο, με την κατάλληλη έμφαση στην ιστορία, το ρόλο και τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας, και να το εμπλουτίσει με στοιχεία λογοτεχνικά, κοινωνιολογικά, λαογραφικά, φιλοσοφικά και ιστορίας της Τέχνης, το περιεχόμενο δε αυτό ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τις επιταγές του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων. Η αντίθετη άποψη δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στην αρχή της ισότητας, διότι δεν υφίσταται ομοιότητα καταστάσεων σε σχέση με τους μαθητές της μουσουλμανικής μειονότητας, του καθολικού δόγματος και της εβραϊκής κοινότητας, που διέπονται από ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις ή ανήκουν σε θρησκευτικές μειονότητες, για τις οποίες επιτρέπονται θετικές διακρίσεις. γ) Τέλος, κατά την άποψη ενός Συμβούλου, το άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. πρέπει να ερμηνευθεί συστηματικά σε συνδυασμό με τα άρθρα 13 παρ.1, 5 παρ.1, 2 παρ.1, 1 παρ.1-2. Εντός του ως άνω συνταγματικού πλαισίου, ο βασικός προσανατολισμός του άρθρου 16 παρ. 2 είναι η διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών που ενστερνίζονται την αντίληψη ότι είναι αφενός άτομα που ασκούν τα δικαιώματά τους μέσα σε ένα περιβάλλον ελευθερίας και ισότητας που συνιστούν θεμέλια της δημοκρατίας, και αφετέρου μέλη μιας ανοιχτής και πλουραλιστικής κοινωνίας που κατανοούν και σέβονται τα δικαιώματα των άλλων. Επί τη βάσει των ανωτέρω, το άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. επιτάσσει θρησκειολογικό προσανατολισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης, δεδομένου ότι ως θρησκευτική συνείδηση νοείται το ενδιάθετο φρόνημα του ανθρώπου σχετικά με τη φυσική ή μεταφυσική θεώρηση του κόσμου σε αναφορά ιδίως με το «θείο», η δε θρησκειολογική εκπαίδευση δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 3 παρ. 1 Συντ. ούτε προς το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, δεν νοείται απαλλαγή μαθητών από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών με αυτούς τους προσανατολισμούς, διότι τούτο θα αντέβαινε στις θεμελιώδεις αρχές του φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος που επιτάσσουν ελεύθερη διαμόρφωση της συνείδησης των πολιτών, χωρίς κρατική επιβολή απόψεων και καταναγκασμούς, στο πλαίσιο μιας πολυφωνικής κοινωνίας.γ) Τέλος, κατά την άποψη ενός Συμβούλου, το άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. πρέπει να ερμηνευθεί συστηματικά σε συνδυασμό με τα άρθρα 13 παρ.1, 5 παρ.1, 2 παρ.1, 1 παρ.1-2. Εντός του ως άνω συνταγματικού πλαισίου, ο βασικός προσανατολισμός του άρθρου 16 παρ. 2 είναι η διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών που ενστερνίζονται την αντίληψη ότι είναι αφενός άτομα που ασκούν τα δικαιώματά τους μέσα σε ένα περιβάλλον ελευθερίας και ισότητας που συνιστούν θεμέλια της δημοκρατίας, και αφετέρου μέλη μιας ανοιχτής και πλουραλιστικής κοινωνίας που κατανοούν και σέβονται τα δικαιώματα των άλλων. Επί τη βάσει των ανωτέρω, το άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. επιτάσσει θρησκειολογικό προσανατολισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης, δεδομένου ότι ως θρησκευτική συνείδηση νοείται το ενδιάθετο φρόνημα του ανθρώπου σχετικά με τη φυσική ή μεταφυσική θεώρηση του κόσμου σε αναφορά ιδίως με το «θείο», η δε θρησκειολογική εκπαίδευση δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 3 παρ. 1 Συντ. ούτε προς το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, δεν νοείται απαλλαγή μαθητών από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών με αυτούς τους προσανατολισμούς, διότι τούτο θα αντέβαινε στις θεμελιώδεις αρχές του φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος που επιτάσσουν ελεύθερη διαμόρφωση της συνείδησης των πολιτών, χωρίς κρατική επιβολή απόψεων και καταναγκασμούς, στο πλαίσιο μιας πολυφωνικής κοινωνίας.
Μέχρι σήμερα από το ΣτΕ δεν έχουν δημοσιευτεί τα κείμενα των αποφάσεων για τα Θρησκευτικά, παρά μόνο μια αναλυτική περίληψη. Αναδημοσιεύω τις απόψεις των μελών που μειοψήφησαν – έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.Αναλυτική περίληψη των 1749 και 1750/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας27/09/2019Πρόεδρος: Αθ. Ράντος, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Π. Μπραΐμη, Σύμβουλος………………………………………………………………………………………………………………………………..Επί των θεμάτων αυτών διατυπώθηκαν τρεις μειοψηφούσες απόψεις: α) Κατά την άποψη τεσσάρων Συμβούλων, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 της ΕΣΔΑ και 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι η μετάδοση γνώσεων ή πληροφοριών θρησκευτικού χαρακτήρα στην εκπαίδευση πρέπει να είναι αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική και να μην επιδιώκει κατηχητικό σκοπό, χωρίς ωστόσο να θίγεται η ελευθερία του κράτους να διαμορφώνει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ανάλογα με τις ανάγκες και τις παραδόσεις του ή σύμφωνα με τις αρχές της τυχόν επίσημης ή επικρατούσας θρησκείας, εφόσον, στην περίπτωση αυτή, προβλέπεται σύστημα απαλλαγής των μαθητών που δεν παραβιάζει τη θρησκευτική τους ελευθερία. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και με την αναγνώριση, στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ως επικρατούσας στην Ελλάδα, δηλαδή θρησκείας της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, συνάγεται ότι επιβάλλεται κατ’αρχήν, στο πλαίσιο της θρησκευτικής εκπαίδευσης των μαθητών, να δίνεται έμφαση στη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εναπόκειται δε στον νομοθέτη να καθορίσει το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών ή άλλου ισότιμου μαθήματος, κατά τρόπο ώστε να εκπληρώνεται η ως άνω συνταγματική υποχρέωση και για τους μη ορθόδοξους Έλληνες, καθώς και να θεσπίσει σύστημα απαλλαγής από τη διδασκαλία των θρησκευτικών με τρόπο που να μην παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία των μαθητών. Επίσης, εντός του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών επιβάλλεται να συμπεριλαμβάνονται θρησκειολογικά, φιλοσοφικά ή άλλα στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό, και δοθέντος ότι από τις ανωτέρω διατάξεις δεν παρέχεται δικαίωμα στους γονείς να αξιώνουν από το κράτος την οργάνωση διδασκαλίας με συγκεκριμένο περιεχόμενο, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να διαμορφώσει το ειδικότερο περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών, λαμβάνοντας υπόψη και παιδαγωγικά κριτήρια. Επομένως, ο σχετικός δικαστικός έλεγχος είναι οριακός, ενώ εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου οι ουσιαστικές εκτιμήσεις και οι παιδαγωγικές επιλογές της Διοίκησης, οι οποίες στηρίζονται σε εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις. β) Κατά την άποψη ενός Συμβούλου, το άρθρο 3 του Συντάγματος αναφέρεται απλώς στο πραγματικό γεγονός ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζεται το θρήσκευμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τέθηκε για λόγους ιστορικούς και έχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, ενώ δεν επηρεάζει την άσκηση του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Ομοίως, και η επίκληση της Αγίας Τριάδος στην προμετωπίδα του Συντάγματος τέθηκε για ιστορικούς λόγους και έχει περιορισμένη κανονιστική επιρροή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ο όρος «θρησκευτική συνείδηση» παραπέμπει στον ταυτόσημο όρο του άρθρου 13 παρ. 1 Συντ., και όχι στον διαφορετικό όρο «επικρατούσα θρησκεία» του άρθρου 3 παρ. 1 Συντ., ενώ ως «ανάπτυξη» της θρησκευτικής συνείδησης νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση πάντως στην παρουσίαση των δογμάτων και των αρχών της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή της επικρατούσας θρησκείας. Σημαίνει δε την εσωτερική και μη υποκείμενη σε εξωτερική χειραγώγηση στάση του μαθητή αναφορικά με το θείο, και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του μαθητή, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του, να ασπάζεται ή όχι συγκεκριμένο θρήσκευμα, να αλλάξει θρήσκευμα ή να είναι άθρησκος. Ενόψει τούτων, από τον συνδυασμό των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ.1, 13 παρ.1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι υποκείμενο του δικαιώματος της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι τόσο οι Έλληνες, ήτοι οι κεκτημένοι την ελληνική ιθαγένεια, όσο και οι νομίμως ευρισκόμενοι στην Ελλάδα αλλοδαποί, στο πλαίσιο των υπαρχουσών εκπαιδευτικών δομών και των διατιθέμενων μέσων. Περαιτέρω, για τη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών και την επιλογή της διδακτέας ύλης, που αποτελούν αμιγώς κρατικές αρμοδιότητες, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις που καθορίζουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων προέχων είναι η «διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων» πολιτών. Από αυτά παρέπεται ότι το Κράτος δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ως τη μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας και της αμεροληψίας, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους. Ενόψει τούτων, ο νομοθέτης ουδόλως υποχρεούται να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών ομολογιακό χαρακτήρα, ενώ απαγορεύεται να προσδώσει κατηχητικό χαρακτήρα. Και ναι μεν προβλέπεται η δυνατότητα απαλλαγής του μαθητή, πλην η άσκηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέτρο, διότι, όταν ιδίως δεν προβλέπεται εναλλακτικό μάθημα, όπως στην Ελλάδα, ο μαθητής αποστερείται της θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 2 Συντ., ενώ η απαλλαγή δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού σε βάρος του ομαδικού πνεύματος, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης. Συνεπώς, ο νομοθέτης δύναται να προσδώσει στο μάθημα θρησκειολογικό περιεχόμενο, με την κατάλληλη έμφαση στην ιστορία, το ρόλο και τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας, και να το εμπλουτίσει με στοιχεία λογοτεχνικά, κοινωνιολογικά, λαογραφικά, φιλοσοφικά και ιστορίας της Τέχνης, το περιεχόμενο δε αυτό ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τις επιταγές του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων. Η αντίθετη άποψη δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στην αρχή της ισότητας, διότι δεν υφίσταται ομοιότητα καταστάσεων σε σχέση με τους μαθητές της μουσουλμανικής μειονότητας, του καθολικού δόγματος και της εβραϊκής κοινότητας, που διέπονται από ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις ή ανήκουν σε θρησκευτικές μειονότητες, για τις οποίες επιτρέπονται θετικές διακρίσεις. γ) Τέλος, κατά την άποψη ενός Συμβούλου, το άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. πρέπει να ερμηνευθεί συστηματικά σε συνδυασμό με τα άρθρα 13 παρ.1, 5 παρ.1, 2 παρ.1, 1 παρ.1-2. Εντός του ως άνω συνταγματικού πλαισίου, ο βασικός προσανατολισμός του άρθρου 16 παρ. 2 είναι η διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών που ενστερνίζονται την αντίληψη ότι είναι αφενός άτομα που ασκούν τα δικαιώματά τους μέσα σε ένα περιβάλλον ελευθερίας και ισότητας που συνιστούν θεμέλια της δημοκρατίας, και αφετέρου μέλη μιας ανοιχτής και πλουραλιστικής κοινωνίας που κατανοούν και σέβονται τα δικαιώματα των άλλων. Επί τη βάσει των ανωτέρω, το άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. επιτάσσει θρησκειολογικό προσανατολισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης, δεδομένου ότι ως θρησκευτική συνείδηση νοείται το ενδιάθετο φρόνημα του ανθρώπου σχετικά με τη φυσική ή μεταφυσική θεώρηση του κόσμου σε αναφορά ιδίως με το «θείο», η δε θρησκειολογική εκπαίδευση δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 3 παρ. 1 Συντ. ούτε προς το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, δεν νοείται απαλλαγή μαθητών από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών με αυτούς τους προσανατολισμούς, διότι τούτο θα αντέβαινε στις θεμελιώδεις αρχές του φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος που επιτάσσουν ελεύθερη διαμόρφωση της συνείδησης των πολιτών, χωρίς κρατική επιβολή απόψεων και καταναγκασμούς, στο πλαίσιο μιας πολυφωνικής κοινωνίας.
1.Το ΣτΕ ήταν αναμενόμενο να βγάλει αντισυνταγματικά τα νέα προγράμματα,από τη στιγμή που κάποια σχολεία είχαν ομολογιακό μάθημα για τους μαθητές τους,έστω και αν αυτά είναι π.χ. ιδιωτικά.'Η υπάγονται όλα τα σχολεία της ελληνικής επικράτειας στο Υπουργείο Παιδείας ή εφαρμόζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας και σε όσους ορθόδοξους επιθυμούν ομολογιακό μάθημα.2.Το ίδιο αναμενόμενη ήταν και η χθεσινή απόφαση για την εγκύκλιο Λοβέρδου σχετικά με τις απαλλαγές.Δεν ασχολήθηκε καθόλου με το περιεχόμενο του μαθήματος.Επομένως,η εκπόνηση νέων προγραμμάτων με την επίκληση της κατοχύρωσης της υποχρεωτικότητας του μαθήματος,αίρεται.Κάποιος γονέας έχει το δικαίωμα να ζητήσει την εξαίρεση του παιδιού του από ένα μάθημα θρησκευτικών ή φιλοσοφίας,οποιοδήποτε περιεχόμενο και αν έχει αυτό.
@apriΠροσωπικά όλα αυτά που γράφεις είναι σίγουρα προβληματικά,αλλά δεν τα θεωρώ οπισθοδρομικά,από τη στιγμή που τα επιβάλλει το εθνικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Το πρόβλημα δηλαδή ξεκινάει από τη στιγμή που το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν μπορεί να επιβάλει ένα θρησκειολογικό ή φιλοσοφικό μάθημα σε όλους τους μαθητές.
Και γενικά, ενώ σκοπός του σχολείου είναι να κοινωνικοποιήσει τους μαθητές, άρα να τους μάθει να συμβιώνουν και να συνεργάζονται ανεξαρτήτως γνωστικών ικανοτήτων και πολιτιστικής ταυτότητας, με αυτήν την κατάσταση θα τους χωρίζει σε ξεχωριστές κάστες που θα λειτουργούν παράλληλα, ενδεχομένως και ανταγωνιστικά.Όλο αυτό δεν είναι απλώς οπισθοδρομικό, είναι προβληματικό.