0 μέλη και 4 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
εαν απαξ δωτε τοις υπερ των κοινων εγχειρουσι τι πραττειν το παρανομειν και καταφρονειν των ορισμενων δικαιων...ποια είναι η αναλυτική σύνταξη;;τοις εγχειρουσι: έμμεσο αντικείμενο στο δώτε, το παρανομειν και καταφρονειν: άμεσα αντικείμενα στο δώτε, πράττειν: αντικείμενο στο εγχειρουσι, των δικαίων: αντικείμενο στο καταφρονειν, τι: σύστοιχο αντικείμενο στο πράττειν, άπαξ: επιρρηματικός προσδιορισμός ποσού, υπέρ των κοινων: εμπρόθετος προσδιορισμός σκοπού.
Εκείνο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι ότι δεν συμπληρώνουν το ρήμα. Δεν θα μιλήσω με συντακτικούς όρους, όπως εσύ, αλλά με απλά λόγια χρησιμοποιώντας πάλι τα παραδείγματα από την νέα ελληνική, για τα οποία μου απάντησες ότι δεν βρίσκεις διαφορά, αλλά τώρα θα πιο γίνω συγκεκριμένη ως προς την διαφορά που αντιλαμβάνομαι: Όταν εγώ, που μιλάω την νέα ελληνική, λέω «είμαι στενοχωρημένη που απέτυχα» (χωρίς κόμμα) θεωρώ απαραίτητο συμπλήρωμα το «που απέτυχα», για να ολοκληρώσω την σκέψη μου, ενώ όταν λέω «είμαι στενοχωρημένη, γιατί/που απέτυχα» θεωρώ ότι με την αιτιολογική πρόταση δίνω μια επιπλέον πληροφορία, την οποία θα μπορούσα και να μην δώσω. Έτσι που το ανέλυσα τώρα, δεν υπάρχει μια λεπτή διαφορά, που αντιστοιχεί στο συμπλήρωμα και το προσάρτημα;
Υποθέτω ότι θεωρείς επιρρηματικές και τις μετοχές με τα ρήματα ευ/ κακώς ποιω νικω, ηττωμαι κ.λπ. Δεδομένου μάλιστα ότι τα συγκεκριμένα ρήματα έχουν ήδη συμπλήρωμα, το αντικείμενό τους.Για τα ρήματα αρκω, εμπίπλαμαι, άδην έχω, πειρωμαι, πάντα ποιω, επείγομαι κ.λπ. πιστεύεις ότι εννοείται απαρέμφατο "είναι¨;
Η αναφορά σε αυτές τις προτάσεις μου θύμισε το τεκμαιρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς αὐτὸν ἀμφότεροι: εδώ η πρόταση είναι ορθότερο να χαρακτηρίζεται ειδική ή αιτιολογική;
Επειδή μπορεί να σε ενδιαφέρει, σου δίνω παραδείγματα: αρκέσω θνήσκουσ' εγώ (Σοφ.Αντ.547) , άδην είχον κτείνοντες (χόρτασαν να σκοτώνουν, Ηροδ. 9, 39), πάντα εποίουν πείθοντες τον βασιλέα συγχωρησαι ταυτα (Ξεν. Κ.Π. 5, 4, 26), ενέκειντο φεύγοντες οι βάρβαροι (προσπαθούσαν επίμονα να υποχωρήσουν/ υποχωρούσαν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα, Θουκ.