0 μέλη και 10 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Είναι δοξαστικό ασφαλώς το οἶμαι, αλλά επιμένω ότι δεν εξαρτάται απ' αυτό πλάγιος λόγος, γιατί υπάρχει μόνο το στοιχείο της εξάρτησης αλλά όχι αυτό της επαναληπτικότητας, το οποίο θεωρώ ακρογωνιαίο λίθο για την δημιουργία πλάγιου λόγου. Ο Ισοκράτης εκφράζει βεβαίως τη γνώμη του, αλλά αυτό δεν αρκεί, γιατί δεν επαναλαμβάνει κανενός τον λόγο, ούτε άλλου προσώπου ούτε τον δικό του, αφού αυτή τη δήλωση (οἶμαι συναγαγεῖν) την κάνει άπαξ τώρα για πρώτη φορά.
Ομοίως λ.χ. και το "κελεύω ὑμᾶς ἀπιέναι", ως δήλωση που γίνεται άπαξ και για πρώτη φορά, δεν διαφέρει από το "ἄπιτε" παρά μόνο στο ότι η πρώτη έκφραση είναι περιφραστική και η δεύτερη μονολεκτική· δεν υπάρχει το στοιχείο της επανάληψης.
Μα, apri μου, ποια άλλη ένδειξη χρειαζόμαστε από το ότι, αφαιρεθέντος του δοξαστικού ρήματος, οι ευκτικές του πλάγιου λόγου παρέμειναν;
Αν συμφωνούμε πάνω σ' αυτό, πρέπει να απαντηθεί το εξής απλό ερώτημα: οι τελικές προτάσεις εδώ ποιου προσώπου την επιθυμία εκφράζουν, αν όχι του θεού που προκάλεσε τον πόλεμο (τῶν θεῶν τις συνήγαγε τον πόλεμον, ἵνα...);
Σύμφωνοι, αλλά η διαφορά τους είναι ότι η ευκτική του πλάγιου λόγου χρησιμοποιείται μόνο σε μορφές εξαρτημένου λόγου που περιέχουν εκπεφρασμένο λόγο (αν και όχι πάντοτε*), ποτέ όμως στον ευθύ λόγο, ενώ οι άλλες ευκτικές βρίσκονται τόσο στον πλάγιο όσο και στον ευθύ λόγο. Πάντως, και ο Woodcock για τα Λατινικά χρησιμοποιεί, με την ίδια λογική, τον όρο Virtual Oratio Obliqua. Όλα αυτά δεν μπορούν να περάσουν από εμένα απαρατήρητα.
Κατ' αρχάς, κανείς δεν ισχυρίστηκε ποτέ - ούτε κι εγώ φυσικά - ότι "πλάγιο λόγο έχουμε μόνο με ρήμα ΙΧ και γ' πρόσωπο". Από πού βγάζεις αυτό το συμπέρασμα;
Όχι, δεν είναι ανάγκη να καταφύγει κανείς στη θεωρία του implied indirect discourse, για να δικαιολογήσει την παρουσία ε.π.λ. σε προτάσεις επιθυμίας. Αν υπάρχει π.χ. ρήμα εξάρτησης κελευστικό σε ΙΧ, θα ακολουθεί βεβαίως τελικό απαρέμφατο του πλάγιου λόγου· ποιος όμως αποκλείει την πιθανότητα να ακολουθεί τελική πρόταση που να προσδιορίζει αυτό το απαρέμφατο, δηλαδή να ανήκει σε πλαίσια γνήσιου πλάγιου λόγου, εκφερόμενη με ε.π.λ.;
Πλάγιο λόγο δεν έχουμε μόνο όταν μεταφέρονται ("επαναλαμβάνονται" κατά τη διατύπωσή σου) λόγια. Έχουμε και όταν μεταφέρονται σκέψεις. Με τα δοξαστικά ρήματα ένας ομιλητής μεταφέρει τη σκέψη είτε άλλου προσώπου είτε τη δική του εσωτερική σκέψη. Αυτό είναι δεδομένο στη θεωρία του πλάγιου λόγου. Δεν είναι άποψή μου. Στο παράδειγμά μας, ο ομιλητής μεταφέρει την εσωτερική του σκέψη.
Όπως κάποιος μπορεί να πει "Θα έρθω" και μετά, αν τον ρωτήσουν τι είπε, να πει "Είπα ότι θα έρθω" επαναλαμβάνοντας τα λόγια του σε πλάγιο λόγο, έτσι μπορεί να πει "Φύγετε" και αν τον ρωτήσουν, να πει "Σας ζήτησα να φύγετε". Μη σε μπερδεύει το ότι έχουμε α' πρόσωπο.
Οι τελικές προτάσεις μπορεί να εκφράζουν την επιθυμία του θεού, μπορεί να εκφράζουν και την άποψη του ομιλητή για το σκοπό του θεού. Από τη στιγμή που δηλώνει ο ίδιος "οίμαι", εκφράζει περισσότερο τη δική του άποψη.
Ο Smyth δεν εκφράζει καινοφανή άποψη. Και ο Woodcock λέει κάτι παρόμοιο στα λατινικά. Είναι μια άποψη την οποία κάποιοι υιοθετούν, άλλοι όχι. Δεν αναφέρεται σε όλα τα συντακτικά.Δεν σου ζητώ να μη τη λάβεις υπ' όψιν. Σου λέω απλώς να μην τη θεωρείς δεδομένη.
Ασφαλώς και έχουμε πλάγιο λόγο όταν μεταφέρονται και σκέψεις. Αλλά όταν πράγματι μεταφέρονται από τον ομιλούντα/γράφοντα είτε σκέψεις άλλου είτε δικές του διατυπωμένες σε παρελθοντική στιγμή, όχι όταν διατυπώνονται για πρώτη φορά με κάποιο ρήμα εξάρτησης. Αν δεν υπάρχει το στοιχείο της επανάληψης, δεν υπάρχει και μεταφορά των σκέψεων - αυτή είναι εν γένει η άποψή μου. ……………………………………………………………...Στο: "σας ζήτησα να φύγετε" η βουλητική πρόταση αποτελεί πλάγιο λόγο, αφού ο ομιλών μεταφέρει εντολή που έχει ήδη δώσει (επανάληψη). Αν δεν είχε προηγηθεί η εντολή ("φύγετε") και ο ομιλών έλεγε "σας ζητώ να φύγετε", θα διατύπωνε για πρώτη φορά την εντολή του περιφραστικώς και όχι μονολεκτικώς· επομένως, από πού να την μεταφέρει;
Εν ολίγοις, πιστεύω πως κάθε ευκτική του πλάγιου λόγου ανήκει όντως σε πλάγιο λόγο, είτε αυτός είναι γνήσιος είτε implied. Η τροπικότητα που ούτως ή άλλως εκφράζει η έγκλιση σε καμία περίπτωση δεν θυσιάζεται. Απεναντίας, αν υποθέσουμε ότι η θεωρία του υποδηλούμενου πλάγιου λόγου δεν ισχύει, τότε έχουμε να κάνουμε με δύο ε.π.λ.: μία που να ανήκει σε πλάγιο λόγο και μία που να μην ανήκει (οπότε γιατί αυτό το όνομα; )
Να προσθέσω και κάτι.Ο Smyth υποστηρίζει πως έχουμε implied indirect speech, γιατί στη δευτερεύουσα ο ομιλητής μεταφέρει εμμέσως λόγια που έχει πει (ή εικάζει ότι έχει πει, κατά τη γνώμη μου) ένα άλλο πρόσωπο (….contains the past thought of another person and not a statement of the writer or speaker.)Αυτό μπορείς να πεις ότι έχει μια εφαρμογή όταν ο ομιλητής είναι διαφορετικό πρόσωπο από το υποκείμενο του ρήματος. Αν όμως είναι το ίδιο πρόσωπο; Αν δηλ. το ρήμα εξάρτησης είναι σε α' πρόσωπο, τότε πώς δικαιολογείται η παρουσία της ευκτικής με βάση αυτήν τη θεωρία;
1. Ως προς το ερώτημα αυτής της ανάρτησής σου: Αναφέρεσαι, προφανώς, στο οἶμαι του Ισοκράτη. Νομίζω πως δεν υπάρχει αντίφαση, γιατί το υποκείμενο του απαρεμφάτου εξάρτησης των τελικών προτάσεων [τῶν θεῶν τινα (συναγαγεῖν)] είναι όντως διαφορετικό από το υποκ. του ρ. οἶμαι.
Και βέβαια έχουμε πλάγιο λόγο με ρήματα εξάρτησης αρκτικών χρόνων. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: Λέγει Σωκράτης ὅτι θαυμαστόν οἱ δοκεῖ εἶναι εἰ... Πρόκειται για γνήσιο πλάγιο λόγο, καθώς ο γράφων μεταφέρει λόγο άλλου προσώπου, του Σωκράτη. Ευθύς λόγος: Θαυμαστόν μοι δοκεῖ εἶναι εἰ... Πώς θα ήταν δυνατόν να ισχυριστώ ότι εδώ δεν υπάρχει πλάγιος λόγος, επειδή το ρ. εξάρτησης είναι αρκτικού χρόνου;
Αυτό που εννοώ είναι ότι, όταν κάποιος διατυπώνει τη δική του άποψη/απόφαση/επιθυμία κ.λπ. σε εξαρτημένη μορφή για πρώτη φορά, χωρίς δηλαδή να την επαναλαμβάνει από κάποια παρελθοντική διατύπωση, στην περίπτωση αυτή θεωρώ πως δεν έχουμε γνήσιο πλάγιο λόγο αλλά απλή εξάρτηση, αφού δεν υπάρχει το στοιχείο της επανάληψης του λόγου.
Σ' αυτήν την πρόταση μπορείς να μιλήσεις για έμμεσο πλάγιο λόγο με βάση τη λογική του Smyth.Αν όμως η πρόταση ήταν "συνήγαγον ἀγασθείς τὴν ἀρετεὴν αὐτῶν, ἵνα μὴ τοιοῦτοι γενόμενοι τὴν φύσιν διαλάθοιεν μηδ' ἀκλεῶς τὸν βίον τελευτήσαιεν", τότε πώς θα δικαιολογούσε τις ευκτικές αφού δεν υπάρχει διαφορά ομιλητή-υποκειμένου του ρήματος;
2. Θουκυδ. ΙΙ, 21, 3 τὸν Περικλέα ἐκάκιζον ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγοι. Κι εδώ έχουμε λανθάνοντα πλάγιο λόγο (χωρίς ρήμα εξάρτησης). Στον αρχικά διατυπωθέντα ευθύ λόγο υπήρχε ήδη το ρήμα εξάρτησης της αιτιολογικής πρότασης: (α) τὸν Περικλέα κακίζομεν ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγει· (β) σὲ κακίζομεν ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγεις. Το παράδειγμα αυτό είναι ίδιο με το συνήγαγον τὸν πόλεμον, ἵνα...
σε συντακτικό, σε ασκήσεις τροπής πλαγίου λόγου σε ευθύ βλέπω την πρόταση: ἐδόκει αὐτοῖς ἀπιέναι ἐπὶ τὸ στρατόπεδον μή τις ἐπίθεσις γένοιτο. Η απάντηση που ζητείται είναι προφανώς "ἀπίωμεν ...γένηται"Σωστά όμως θεωρείται πλάγιος λόγος;
1. Θουκυδ. ΙΙ, 5, 1 οἱ δ' ἄλλοι Θηβαῖοι, οὓς ἔδει ἔτι τῆς νυκτὸς παραγενέσθαι πανστρατιᾷ, εἴ τι ἄρα μὴ προχωροίη τοῖς ἐσεληλυθόσι, ... ἐπεβοήθουν. Εδώ έχουμε λανθάνοντα πλάγιο λόγο (δεν υπάρχει ρήμα εξάρτησης), η δε απόδοση της υποθ. πρότασης είναι το ἔδει παραγενέσθαι. Ο αρχικός ευθύς λόγος: δεῖ παραγενέσθαι (ή παραγένεσθε), ἤν τι ἄρα μὴ προχωρῇ τοῖς ἐσεληλυθόσι. Η γνώση του λανθάνοντος πλάγιου λόγου οδηγεί σε σωστή αναγνώριση αυτού του υποθετ. λόγου (προσδοκώμενο).
Για να βοηθήσω λίγο τη συζήτηση, να μεταφέρω περιληπτικά τις τρεις απόψεις που φαίνεται να υπάρχουν στην ξένη βιβλιογραφία για την ευκτική του πλαγίου λόγου, όπως τις παραθέτει και το άρθρο του Faure.