0 μέλη και 17 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Γιατί στο "φοβάται μήπως..." δέχεσαι μια λανθάνουσα μεταφορά της σκέψης του υποκειμένου της πρότασης από τον ομιλητή, ενώ στο "φοβήθηκα μήπως..." δεν δέχεσαι τη μεταφορά της παρελθοντικής σκέψης του ίδιου του ομιλητή; Πώς γίνεται η σκέψη να είναι όλος ο ευθύς λόγος "φοβάμαι μήπως...", αφού δεν λέμε κάτι τέτοιο στον εαυτό μας, απλώς κάνουμε μια σκέψη. Τώρα, όταν θέλουμε να μεταφέρουμε αυτή τη σκέψη σε κάποιον άλλον, ανάλογα με το πώς θέλουμε (ή τέλος πάντως πώς μας βγαίνει εκείνη τη στιγμή) να τη μεταφέρουμε (ως φόβο, κρίση, απορία;) θα βάλουμε και το ανάλογο ρήμα εξάρτησης (φοβήθηκα μήπως, σκέφτηκα ότι, αναρωτήθηκα αν / μήπως). Για αυτό είπα και προηγουμένως ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο ευθέος λόγου (μόνο τυπικό).
Επειδή συχνά, στη συζήτηση, μπλεκόμαστε με ορολογίες, παραπομπές κλπ., θα επιχειρήσω να "μεταφράσω" φλύαρα το χωρίο με τον Σωκράτη, ώστε να κάνω, όσο γίνεται, σαφές αυτό που σκέφτομαι: "...τους Αθηναίους έπεισαν αυτοί που κατηγόρησαν τον Σ. ότι, όπως εξέφρασαν ως υποκειμενική τους άποψη (= ὡς), ήταν άξιος θανάτου, κάτι που εγώ ο αφηγητής δε δέχομαι (= ευκτική). Φυσικά ο αφηγητής είναι που παρουσιάζει την αντίθεση υποκειμενικό/αντικειμενικό (ας το θέσουμε έτσι πρόχειρα) με την επιλογή του ενός ή του άλλου συνδέσμου. Αλλά νομίζω ότι δεν είναι η δική του οπτική, αποκαλύπτει την οπτική του υποκειμένου του ρήματος εξάρτησης. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα, τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν έτσι.
Και κάτι τελευταίο: αν, όπως υποστηρίζεις, η χρήση του ὡς δείχνει ότι κατά την οπτική του αφηγητή δεν ισχύει η δευτερεύουσα, αλλά είναι μόνο άποψη του υποκειμένου, πώς εξηγείται το γεγονός ότι η πρόταση αυτή ενδέχεται να εκφέρεται με Οριστική, ακόμα και μετά από εξάρτηση ιστορικού χρόνου; Η οριστική δεν παρουσιάζει το γεγονός "βέβαιο"; Και η ευκτική πώς το παρουσιάζει;
Δες εδώ στον Smyth http://perseus.uchicago.edu/cgi-bin/philologic/getobject.pl?c.9:6:231:3.NewPerseusMonographs
Δεν είναι λίγες οι φορές που χρησιμοποιείται το ὡς σε αυτό που λέμε εμείς οι φιλόλογοι ειδική πρόταση αντικειμενικής γνώμης ή κρίσης π.χ. Οὐκοῦν οὐδ' ἂν εἷς ἀντείποι ὡς οὐ συμφέρει τῇ πόλει καὶ Λακεδαιμονίους ἀσθενεῖς εἶναι (δηλ. αντικειμενική κρίση). Αυτό βέβαια προκύπτει από το γεγονός ότι η άρνηση εμπίπτει σε ένα πρώτο ανεπίσημο επίπεδο υποκειμενικότητας σε ότι αφορά την εστίαση του γράφοντος ή του λέγοντος προς τα γεγονότα που περιγράφει
Όσον αφορά στους συνδέσμους εισαγωγής είμαι πεπεισμένος ότι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς χρησιμοποιούσαν εναλλακτικά το ὅτι και το ὡς χωρίς να δίνουν πάντα σημασία στην αντικειμενικότητα ή την υποκειμενικότητα που απέρρεε. Θέλω να πω, ότι προϊόντος του χρόνου υπήρχαν ρήματα τα οποία ήταν έθος να θέλουν δίπλα τους ὡς και ρήματα που θέλαν δίπλα τους ὅτι. Για παράδειγμα τα λεκτικά ρήματα, το ρ. διαβάλλω, ἀντιλέγω, ἀρνοῦμαι, οὐ λέγω, οὔ φημι και εν γένει όσα ρήματα περιέχουν άρνηση ή την έχουν δίπλα τους, θέλουν συνήθως ειδική πρόταση εισαγομένη με τον ὡς.
Άρα δεν μπορεί να ισχύει αυτό που αναφέρει η apri ότι "ακόμα και όταν το ρήμα εξάρτησης ήταν "κακίζουσι", θα είχαμε ευκτική μετά", αφού στο παρόν είναι αδύνατη η κριτική επεξεργασία μιας θέσης, η εκτίμησή της ή ακόμα και η επιβεβαίωσή της.
Λογικά ισχύει αυτό που λες, αλλά η δική μας λογική, όσο και αν την εκτιμάμε, δεν ισχύει για τη γλώσσα, η οποία λειτουργεί με τους δικούς της τρόπους.
Το γεγονός ότι μετά από ιστορικό χρόνο δεν υπάρχει τροπή της Οριστικής/Υποτακτικής σε Ευκτική υποδεικνύει αυτό που αναφέρω.
Ο Smyth αναφέρει ότι η δευτερεύουσα εισάγεται με ὡς, και όταν η ίδια ή η πρόταση εξάρτησης είναι αρνητικήΤι σχέση έχει με τη χρήση του ὡς αν η κύρια πρόταση ή η δευτερεύουσα είναι αρνητική;
Στο παράδειγμα από τον Θουκυδίδη (ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγοι) νομίζω ότι η ίδια υποκειμενικότητα υπάρχει: ο ιστορικός έλαβε γνώση των αιτιάσεων κατά του Περικλή, δηλαδή δεν τις αμφισβητεί ως γεγονός, αλλά μέσω της ευκτικής εκφράζει τη διαφωνία του ως προς το κύρος τους σε σχέση με την πολιτική του Περικλή (συμφωνώ με την οπτική του stam). Δεν νομίζω πως η ευκτική έχει να κάνει με την ακρίβεια της διατύπωσης των αιτιάσεων.
Ας δούμε τώρα αυτό το παράδειγμα: Ξενοφ. ΚΑ, IV, 5, 28 ὁ δὲ Ξενοφῶν τὸν ἄρχοντα τῆς κώμης ταύτης σύνδειπνον ἐποιήσατο καὶ θαρρεῖν αὐτὸν ἐκέλευε λέγων ὅτι οὔτε τῶν τέκνων στερήσοιτο τήν τε οἰκίαν αὐτοῦ ἀντεμπλήσαντες τῶν ἐπιτηδείων ἀπίασιν. Αυτός που μιλάει είναι ο Ξενοφών· αυτός που αφηγείται το περιστατικό είναι και πάλι ο Ξενοφών, ο οποίος αφηγείται σε γ΄πρόσωπο (όπως και άλλοι ιστορικοί). Προφανώς τα λόγια που είπε ο Ξενοφών στον συνομιλητή του ήταν (σε ευθύ λόγο): "οὔτε τῶν τέκνων στερήσει τήν τε οἰκίαν σου ἀντεμπλήσαντες τῶν ἐπιτηδείων ἄπιμεν". Γιατί όμως η ευκτική του πλάγιου λόγου; Αμφισβητεί ο Ξενοφών τα ίδια του τα λόγια; Ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω. Ποια είναι η ερμηνεία, κατά τη γνώμη σας;
Αν ισχύει αυτό, δεν εξηγείται όμως, όπως είπα, το γιατί όμως δεν εμφανίζεται ευκτική μετά από ρήμα αρκτικού χρόνου. Γιατί δηλ. μετά από ρήμα ΑΧ μπορεί να εκτιμήσει αν κάτι ειπώθηκε ή όχι (με το "ότι"/"ως"), αλλά δεν μπορεί να εκφράσει ότι δεν συμφωνεί μ' αυτό;
Κι αυτή είναι η δεύτερη ένσταση. Αν δηλ. με την ευκτική ο αφηγητής αμφισβητεί την εγκυρότητα των λεγομένων, πώς είναι δυνατόν να αμφισβητεί τον εαυτό του;Αντιθέτως, μου φαίνεται λογικό να είναι αβέβαιος ότι θυμάται τόσο καλά τα λόγια του ώστε να τα μεταφέρει με απόλυτη ακρίβεια.
Μετά απ' όσα αναφέρθηκαν εδώ για τη σημασία της ευκτικής του πλάγιου λόγου, αρχίζει σιγά σιγά και μου δημιουργείται η αίσθηση ότι κάθε περίπτωση πρέπει να αντιμετωπίζεται και να ερμηνεύεται ως μοναδική και ξεχωριστή. Η άποψή μου για την ευκτική του πλάγιου λόγου ήταν (και προς το παρόν εξακολουθεί να είναι) αυτή που ως τώρα έχει διατυπωθεί πολλές φορές εδώ: η έγκλιση δηλαδή εκφράζει τις επιφυλάξεις του γράφοντος/ομιλητή ως προς την αλήθεια/αξιοπιστία του περιεχομένου της δευ/σας πρότασης.