0 μέλη και 14 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
E, αφού μεταφράζει με το "διότι" την αναφορική, είναι προφανές ποια δηλώνει αιτία για τον Kuhner.
Όλα τα Συντακτικά αναφέρουν διάφορες εκφορές του β΄ όρου σύγκρισης, αλλά κανένα δεν διευκρινίζει ποιος είναι ο πρώτος σε ορισμένες, μάλλον ιδιαίτερες, περιπτώσεις. Στις παρακάτω προτάσεις ποιος είναι ο α΄ όρος; 1. Τοὺς παῖδας ζηλῶ, ὄτι νεώτεροί εἰσίν ἢ ὥστε εἰδέναι οἵων πατέρων ἐστέρηνται. Το τοὺς παῖδας; 2. Μείζω ἐστὶ τὰ ἐκείνων ἔργα ἢ ὡς τῷ λόγῳ τις ἄν εἴποι. Το τὰ ἔργα; Η δευτ. είναι συμπερασματική, έτσι;3. Νεώτερος ἐγώ εἰμι ἢ ὥστε δύνασθαι ἐμαυτῷ τιμωρεῖν ἱκανῶς. Το ἐγώ; 4. Οἰ στρατιῶται ἐνόμισαν οὐδὲν διοίσειν τὸν πόλεμον ἢ εἰ γυναιξί δέοι μάχεσθαι. Το τὸν πόλεμον; Και η συγκριτική λέξη το ρήμα; 5. Περικλῆς παραλαβὼν τὴν πόλιν χεῖρον μὲν φρονοῦσαν ἢ πρὶν κατασχεῖν τὴν ἀρχήν...: εδώ θα μπορούσε ο α΄ όρος να είναι ένα χρονικό επίρρημα, τότε, ώστε ο α’ και ο β΄ όρος να είναι προσδιορισμοί του χρόνου; 6. ὁ παῖς μου εἰς αὑτὸν ἁμαρτῶν μᾶλλον ἢ κατὰ τὴν ἁμαρτίαν αὑτὸν τετιμώρηται. Εδώ μου φαίνεται ότι ο α' όρος είναι το ρήμα, τετιμώρηται (αφού έσφαλε εναντίον του εαυτού του, τιμώρησε τον εαυτό του περισσότερο από ό,τι σύμφωνα με το σφάλμα του), αλλά δεν ξέρω αν στέκει. Δεν βρίσκω και μετάφραση (αυτή είναι δική μου).7. ταῖς ἐπιθυμίαις μείζοσιν ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο ἔς τε τὰς ἱπποτροφίας καὶ τὰς ἄλλας δαπάνας. Το ταῖς ἐπιθυμίαις; Πάντως, μάλλον σε ορισμένες περιπτώσεις από τις παραπάνω δεν είναι απαραίτητο ο α΄ όρος να έχει τον ίδιο ρόλο με τον β΄. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Smyth (στον Goodwin δεν βρήκα πολλά για τη σύγκριση, μόνο στη γενική συγκριτική γράφει ελάχιστα πράγματα) στην παράγραφο 1077, γίνεται να συγκρίνεται ένα πρόσωπο ή πράγμα όχι με άλλο πρόσωπο ή πράγμα, αλλά με μια συνολική ιδέα που εκφράζεται με μια πρόταση. Δεν αναφέρεται όμως σε χρονική ή υποθετική πρόταση, αλλά στα ἢ ὥστε + απαρέμφατο, ἢ ὡς + δυνητική ευκτική, αλλά και στο ἤ + ρήμα. Οπότε, με το ἤ + ρήμα μπορεί να εννοεί κάθε πρόταση, κύρια ή δευτερεύουσα. Δηλαδή, αν έχω καταλάβει καλά, μπορεί ένα πρόσωπο ή πράγμα να συγκρίνεται (άρα να είναι αυτό ο α' όρος) με μια συνολική ιδέα, η οποία μπορεί να εκφράζεται με οποιαδήποτε πρόταση. Και έτσι να είναι, αυτό καλύπτει τις περιπτώσεις 1-4. Στην 5 όμως μου ταιριάζει καλύτερα ο α’ όρος να είναι χρονικό επίρρημα (δεν μπορώ να εντοπίσω άλλον α’ όρο). Το 6 και το 7 είναι διαφορετικές περιπτώσεις.
Σε περιπτώσεις ασύμμετρης σύγκρισης (όπως είναι στα παραδείγματα 1, 2, 3, 6 και 7) δεν γίνεται να συγκρίνεται ένα απλό ουσιαστικό με μια πρόταση· συγκρίνονται δύο ενέργειες ή καταστάσεις μεταξύ τους, άρα ο α΄ όρος περιέχεται στην πρόταση με τη συγκριτική λέξη.Έτσι, στο παράδειγμα 1 δεν είναι δυνατόν να συγκρίνονται τα παιδιά με την άγνοιά τους για το ποιόν των πατέρων τους, αλλά το γεγονός ότι είναι τόσο μικρά (α΄ όρος) με την άγνοιά τους αυτή (β΄ όρος). Το πολύ νεαρό της ηλικίας τους είναι αυτό που ευθύνεται για την άγνοιά τους.
Όλα αυτά σχετικά με την ασύμμετρη σύγκριση μου θυμίζουν εκείνα που συζητούσαμε τελευταία για τις παραβολικές που εκφράζουν δυσαναλογία σε σχέση με την κύρια. Και, για να κάνω κατανοητότερη την άποψή μου ότι συγκρίνονται προτάσεις, αναρωτιέμαι αν το παράδειγμα 1 θα μπορούσε να διατυπωθεί και έτσι: οἱ παῖδες αὐτῶν τοσούτῳ νεώτεροί εἰσιν (α΄ όρος) ὅσῳ οὐκ ἴσασιν οἵων πατέρων ἐστέρηνται (β΄ όρος). Νομίζω πως στέκει, τι λέτε;
Σε περιπτώσεις ασύμμετρης σύγκρισης (όπως είναι στα παραδείγματα 1, 2, 3, 6 και 7) δεν γίνεται να συγκρίνεται ένα απλό ουσιαστικό με μια πρόταση· συγκρίνονται δύο ενέργειες ή καταστάσεις μεταξύ τους, άρα ο α΄ όρος περιέχεται στην πρόταση με τη συγκριτική λέξη.
Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως δεν είπαμε ότι η παραβολική εκφράζει αιτία και η κύρια το αποτέλεσμα; Εδώ δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ίσως για αυτό κάτι δεν μου ακούγεται και καλά.
Το πρόβλημά μου όμως δεν είναι τόσο τι γράφει ο Smyth, όσο τι γίνεται στη διδακτική πράξη, αν αναγνωρίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις α΄ όρος και ποιος ακριβώς.
Πιστεύω ότι συγκρίνεται ένα απλό ουσιαστικό με μια διαφορετική εκδοχή του.
Σε άλλα παραδείγματα πάλι (π.χ "Περικλῆς παραλαβὼν τὴν πόλιν χεῖρον μὲν φρονοῦσαν ἢ πρὶν κατασχεῖν τὴν ἀρχήν"), συγκρίνεται το ουσιαστικό (πόλιν) με μια άλλη εκδοχή του σε άλλη χρονική στιγμή.
Στέκει χωρίς το συγκριτικό βαθμό στο επίθετο. Δηλαδή, πρέπει να είναι ''τοσούτω νέοι'' .
Δεν καταλαβαίνω την αντιδιαστολή που κάνεις ανάμεσα στη ''σύγκριση αντίθεσης'' και τη ''σύγκριση υπεροχής''.
Στις συγκρίσεις αντιθέσεως η σύγκριση των δύο όρων έχει ως αποτέλεσμα τη μη αποδοχή του β΄ όρου· γι' αυτό μπορούμε να μεταφράσουμε το ἢ με το "και όχι". Παίρνω πάλι το παράδειγμα από τον Ισοκράτη (Ἀρεοπαγ., 38): μᾶλλον τοῖς ἐκεῖ νομίμοις (α΄ όρος) ἢ ταῖς αὑτῶν κακίαις (β΄ όρος) εμμένοντας. Εδώ το νόημα δεν είναι ότι οι πολίτες, μόλις ανεβούν στον Άρειο πάγο, εμμένουν περισσότερο στις τότε συνήθειες παρά στις δικές τους κακίες, αλλά ότι κάτω απ' αυτές τις συνθήκες αποβάλλουν πλήρως τις κακίες τους και εμμένουν μόνο στα τότε νόμιμα. Αν εδώ είχαμε απλώς σύγκριση υπεροχής, θα αποδυναμωνόταν σημαντικά το επιχείρημα του Ισοκράτη, ο οποίος εξιδανικεύει το καθεστώς της κλεισθένειας πολιτείας με κυρίαρχο όργανο τον Άρειο πάγο.
Τώρα ως προς το τρίτο που λες από τον Kuhner, είμαι εκτός σπιτιού και δεν μπορώ να τσεκάρω ακριβώς τα παραδείγματα που γράφει. Γιατί εδώ δεν έχουμε την περίπτωση παραβολικής με δύο συγκριτικούς (πχ όσω νεώτεροι, τοσούτω αφρονέστεροι).Εδώ το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι αν βάλεις συγκριτικό βαθμό στο επίθετο, πρέπει εντός της κύριας να υπάρχει ή να υπονοείται και μια γενική συγκριτική (δηλ να γίνεται σύγκριση με άλλα πρόσωπα). Και στη συγκεκριμένη πρόταση που παρέθεσες αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Οπότε αν δεν μπορεί το ''τοσούτω'' ή το ''τοσούτον'' ή άλλο ποσοδεικτικό να συνοδεύσει επίθετο θετικού βαθμού, τότε η πρόταση δεν μπορεί να σταθεί στα αρχαία.
Από την άλλη, υπάρχουν και παραδείγματα με γενική συγκριτική στην κύρια πρόταση: Πλάτ. Εὐθύφρ., 11d κινδυνεύω ... ἐκείνου τοῦ ἀνδρὸς δεινότερος γεγονέναι ... τοσούτῳ, ὅσῳ ὁ μὲν τὰ αὑτοῦ μόνα ἐποίει οὐ μένοντα, ἐγὼ δὲ ... καὶ τὰ ἀλλότρια.
Στον Kuhner υπάρχουν παραδείγματα με συγκριτικό βαθμό στην κύρια πρόταση χωρίς β΄ όρο συγκρίσεως, ο οποίος βέβαια θα μπορούσε ίσως να εννοηθεί.