0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Ναι, τώρα κατάλαβα. Οπότε το πρόβλημα είναι αν σε περιπτώσεις όπως ἔγραφον ἵνα ἐκμάθοις ή στο ν.ε. παράδειγμα που έφερα "πήγα εκεί, για να συναντήσω τον τάδε" μπορούμε να δεχθούμε ή όχι ότι μεταφέρω τα λόγια μου ως αφηγήτρια. Και σε αυτό εσύ απαντάς όχι, εφόσον δεν υπάρχει ρήμα εξάρτησης γνησίου πλαγίου λόγου. Μπορεί να έχεις δίκιο, γιατί, όταν έχω ρήμα εξάρτησης "είπα" όντως αφηγούμαι προηγούμενα λόγια μου. Όταν όμως δεν έχω τέτοιο ρήμα εξάρτησης, μάλλον εκφράζω μια παρελθοντική μου πρόθεση, παρά την αφηγούμαι. Μου φαίνεται όμως πολύ λεπτή η διαφορά. Ενώ αναρωτιόμουν τι είναι λοιπόν αυτή η ευκτική στο ἔγραφον ἵνα ἐκμάθοις σύμφωνα με τον Smyth και τον Goodwin, οι οποίοι δέχονται γενικώς την ύπαρξη ευκτικής πλαγίου λόγου, -όχι σύμφωνα με άλλους, οι οποίοι θεωρούν αυτή την ευκτική απλώς αφηγηματική έγκλιση ή κάτι άλλο, αλλά πάντως δεν τη συνδέουν με πλάγιο λόγο- ξανακοίταξα στον Goodwin και είδα ότι αυτός αναφέρει ρητώς (694) ότι και στον υπονοούμενο πλάγιο λόγο μπορεί να μεταφέρονται σκέψεις του ίδιου του ομιλητή, The principles which govern dependent clauses of indirect discourse (689) apply also to all dependent clauses in sentences of every kind (even when what precedes is not in indirect discourse), if such clauses express indirectly the past thought of any person, even that of the speaker himself.
Το πρόβλημα είναι ότι τον καιρό που έγραφαν και οι δυο τις γραμματικές τους, δεν είχε ασχοληθεί κανείς επισταμένα με το κεφάλαιο της τροπικότητας (και τώρα ακόμα που έχουν ασχοληθεί για τις σύγχρονες γλώσσες, για τα αρχαία ελληνικά δεν έχουν γραφτεί πολλά). Γι' αυτό και τα παλιά συντακτικά δεν εξηγούν σταθερά τη χρήση μιας έγκλισης με βάση την τροπικότητά της, δηλ. αν εκφράζει το βέβαιο/πραγματικό ή αβέβαιο, το πιθανό, το δυνατό, το επιθυμητό, το αναγκαίο κλπ. Εκεί που σου λένε ότι η οριστική εκφράζει το πραγματικό και η δυνητική ευκτική τη δυνατότητα, θα δεις να σου αναφέρουν άλλες εγκλίσεις με βάση το λεκτικό περιβάλλον εμφάνισής τους (πχ. απορηματική υποτακτική, ευκτική του πλαγίου λόγου, επαναληπτική ευκτική) δημιουργώντας έτσι και την ψευδαίσθηση ότι ο λόγος που χρησιμοποιείται η τάδε έγκλιση είναι γιατί εκφράζει απορία, πλάγιο λόγο, επανάληψη κλπ.Θα δεις επίσης να μιλάνε για επαναληπτική ευκτική, προκειμένου να τη διαφοροποιήσουν από αυτήν του πλαγίου λόγου σε παρελθοντικό πλαίσιο, αλλά όχι για επαναληπτική υποτακτική, παρότι κι αυτή εμφανίζεται σε προτάσεις αόριστης επανάληψης.Ή σου λέει λχ ο Smyth ότι έχεις ευκτική γιατί έχεις υπονοούμενο πλάγιο λόγο, αλλά δεν σου λέει γιατί την έχεις και όταν δεν έχεις πλάγιο λόγο με βάση τον ορισμό του.
Ναι, είναι πολύ συγκεχυμένα τα πράγματα, όπως τα γράφουν.
Αλλά και τα περί τροπικότητας της νέας Ελληνικής επίσης συγκεχυμένα μου φαίνονται και ιδίως του σχολικού Συντακτικού, το οποίο από τη μια διακρίνει προτάσεις κρίσεως και επιθυμίας και για τις κρίσεως γράφει ότι εκφέρονται με οριστική, και από την άλλη στο κεφάλαιο της τροπικότητας μου λέει ότι, όταν έχω οριστική θέλω εκφράζεται επιθυμία. Και τελικά μια πρόταση "θέλω να..." είναι (και πρέπει να αναγνωριστεί ως) κρίσεως ή επιθυμίας; Τέλος πάντων, το έφερε η συζήτηση τώρα και το ανέφερα αυτό -δεν είναι η μοναδική μου απορία· κάποια στιγμή θα ήθελα να συγκεντρώσω τις απορίες μου και να τα πούμε, αλλά μου φαίνονται τόσο μπερδεμένα* όλα αυτά με την τροπικότητα που δυσκολεύομαι ακόμη και να τις διατυπώσω. *Εννοώ όχι να παπαγαλίσω τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρει το σχολικό Συντακτικό, ή και άλλα, αλλά να μου δώσουν μια οποιαδήποτε πρόταση από οποιοδήποτε κείμενο και να μπορώ να πω εκφράζεται η τάδε τροπικότητα (επιστημονική ή δεοντική) και συγκεκριμένα το τάδε (επιθυμία, πρόθεση κ.α.) και η πρόταση είναι κρίσεως ή είναι επιθυμίας.
Μια πρόταση μπορεί να εκφράζει και τις δυο τροπικότητες (επιστημική και δεοντική).
Ας πούμε, μια ευχή θα την χαρακτηρίζαμε ως πρόταση επιθυμίας, παρότι έχει και το στοιχείο της επιστημικής τροπικότητας.
Στο "Θέλω να πάω εκδρομή", η κύρια είναι κρίσεως και η δευτερεύουσα επιθυμίας κι ας έχει το "θέλω" και το στοιχείο της δεοντικής τροπικότητας.
Εδώ να σου πω και μια χρήσιμη διευκρίνιση. Όταν λέμε ότι κάτι είναι "δυνατό" στην κλίμακα της επιστημικής τροπικότητας, εννοούμε ότι είναι 50% δυνατό να συμβεί και 50% να μη συμβεί, άρα είναι αβέβαιο. Όταν λέμε ότι είναι "πιθανό", σημαίνει ότι είναι πάνω από 50% πιθανό να συμβεί.Δηλαδή, η κλίμακα επιστημικής τροπικότητας πάει ως εξής: βέβαιο--πιθανό--δυνατό/αβέβαιο--απίθανο--αδύνατο
Αν όμως ερωτηθώ τι τροπικότητα εκφράζει η κύρια πρόταση, θα πω δεοντική – επιθυμία, και ας την χαρακτηρίζω πρόταση κρίσεως; Ή μήπως εννοούν ότι η δεοντική τροπικότητα – επιθυμία εκφράζεται με το σύνολο κύρια + δευτερεύουσα;
Το σχολικό βιβλίο δίνει στην επιστημική τροπικότητα υπόθεση – δυνατότητα – πιθανότητα – βεβαιότητα.
Όταν μιλούν όμως για τροπικότητα σε προτασιακό επίπεδο, αναφέρονται -απ' ό,τι έχω καταλάβει τουλάχιστον- στην τροπικότητα όλης της περιόδου.
Η διαφορά τους είναι ότι στη μία περίπτωση (βούλομαι....) η επιθυμία εκφράζεται λεξικά, δηλ μέσω της σημασίας του ρήματος, ενώ στην άλλη (είπω...) γραμματικά, μέσω της τροπικότητας της έγκλισης του ρήματος. Ο παλιός διαχωρισμός σε προτάσεις κρίσεως και επιθυμίας σχετίζεται με τη γραμματική έκφραση της τροπικότητας. Γι' αυτό το "βούλομαι ειπείν" λες ότι είναι πρόταση κρίσεως.
Στο συντακτικό των αρχαίων ελληνικών δεν είθισται να αναφέρουμε την τροπικότητα της περιόδου. Μπορείς όμως να εξηγήσεις τη χρήση της έγκλισης με βάση την τροπικότητα που έχει στο συγκεκριμένο περιβάλλον.
Τι εννοείς; Για το βούλομαι εἰπεῖν θα εξηγήσω το παραπάνω, δηλαδή ότι παρόλο που δηλώνεται επιθυμία, η πρόταση είναι κρίσεως, γιατί η δεοντική τροπικότητα - επιθυμία δεν εκφράζεται γραμματικά μέσω της τροπικότητας της έγκλισης, αλλά λεκτικά μέσω της σημασίας του ρήματος (το οποίο συμπληρώνεται από το τελικό απαρέμφατο). Εννοούσες κάτι άλλο από αυτό;
Γενικώς η οριστική ως έγκλιση, δηλαδή γραμματικά, μπορεί να εκφράζει δεοντική τροπικότητα; Νομίζω όχι.
Ας πούμε, στον υποθετικό λόγο του μη πραγματικού, ποια είναι κανονική έγκλιση της υποθετικής την οποία παρασυρόμενος τρέπει ο ομιλητής σε οριστική ΙΧ; Μα, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από Οριστική ΙΧ.
Ομοίως και στο είδος της απλής σκέψης. Αν ήταν προϊόν έλξης η ευκτική, τότε η πρόταση "εἰ ἔστιν, ὥσπερ οὖν ἔστι, θεὸς ἤ τι θεῖον ὁ Ἔρως, οὐδὲν ἂν κακὸν εἴη", θα έπρεπε να δηλώνει κι αυτή απλή σκέψη και εναλλακτικά η υποθετική πρόταση με έλξη να εκφέρεται με ευκτική. Δεν συμβαίνει αυτό. Άλλο είδος είναι με οριστική στην υπόθεση (πραγματικό), άλλο με ευκτική (απλή σκέψη).
Όταν όμως στην υπόθεση υπάρχει εἰ + οριστική ο υποθετικός λόγος δεν αναφέρεται στο μέλλον (αλλά στο παρόν ή παρελθόν ανάλογα με τους χρόνους υπόθεσης και απόδοσης)....