0 μέλη και 3 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Εγώ λ.χ. με το λογισμικό που έχω στη διάθεσή μου είδα όλα τα τοῦτο στον Θουκυδίδη, που υποθετικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν θεματοποιημένα, αλλά πουθενά αλλού δεν υπήρξε παρόμοιο παράδειγμα. .......... Δεν καταλήγω, φυσικά, σε κανένα συμπέρασμα, αλλά υποψιάζομαι μήπως τέτοιου είδους θεματοποίηση (της δεικτ. αντων. ουδετέρου γένους) δεν αποτελούσε usus των αρχαίων.
Αν δεν έχεις αντίρρηση, θα σου στείλω σε π.μ. όλες τις απόψεις των σχολιαστών γύρω απ' αυτό το θέμα.
Όταν λες ότι δεν βρήκες άλλο παράδειγμα, εννοείς ότι δεν βρήκες άλλη περίπτωση θεματοποίησης ή δεν βρήκες άλλη περίπτωση εκτόπισης αντωνυμίας με συντακτική ανακολουθία; Το πρώτο θα μου φαινόταν περίεργο. Το δεύτερο όχι, γιατί ψάχνεις για πολύ συγκεκριμένη εκδοχή συντακτικής ανακολουθίας. (Ακόμα και οι ονομαστικές απόλυτες θεωρούνται σπάνιο φαινόμενο).
Ούτως άλλως όμως, η πρόταση που μου παρέθεσες ( ο δ' ἐζήλωσας ἡμᾶς, ὡς τοὺς μὲν φίλους...) ήταν τέτοιο παράδειγμα. Απλώς έχει παραλειφθεί στην αρχή η δεικτική αντωνυμία.Θα μπορούσε να είναι "τούτο ο δ' εζήλωσας ημάς... ταύτα έχει" με το "ταύτα" να διορθώνει την ανακολουθία στο τέλος, όπως συμβαίνει με τις αντωνυμίες στα παραδείγματα των εκτοπίσεων στα νέα ελληνικά, που παρέθεσα.
Αλήθεια, γι' αυτή την αναφορική πρόταση τι λες; Νοηματικά συνδέεται οπωσδήποτε με το ἴστε. Συντακτικά όμως; Περιοριζόμαστε να μιλήσουμε για ανακολουθία;
Ναι, κι εγώ το σκέφτηκα αυτό. Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, δεν χρειαζόταν ίσως η επανάληψη με το ταῦτα, γιατί το τοῦτο θα έστεκε θαυμάσια ως υποκείμενο του ἔχει: τοῦτο δ' ὃ ἐζήλωσας ἡμᾶς ... οὐχ οὕτως ἔχει.
Διάβαζα κάπου ότι ο Κuhner γράφει πως σε τέτοιες περιπτώσεις αναφορικών, όταν δηλ. η δεικτική αντωνυμία στην αρχή της περιόδου θα βρισκόταν σε γενική ή δοτική, οι ομιλητές την παρέλειπαν.
Bεβαίως και χρειαζόταν το "ταύτα". Γιατί ο ομιλητής ξεκινά να μιλάει για ένα "τούτο", αλλά μετά το επεξηγεί ουσιαστικά με δυο δευτερεύουσες που συνδέονται με το "μεν/δε" (ὡς τοὺς μὲν φίλους μάλιστα εὖ ποιεῖν δυνάμεθα, τοὺς δὲ ἐχθροὺς πάντων μάλιστα χειρούμεθα). Άρα, θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει με ένα "ταύτα", το διαπίστωσε στην πορεία και το διόρθωσε στο τέλος.Αυτό είναι ίδιον των περιπτώσεων εκτόπισης με ανακολουθία: Ο ομιλητής ξεκινά να μιλά χωρίς να έχει στο μυαλό του πλήρη την πρόταση που θα πει. Προτάσσει λοιπόν το θέμα του σε ονομαστική (που είναι η συνηθέστερη πτώση θέματος) και αν είναι αντωνυμία, ίσως στο γένος και στον αριθμό που θεωρεί πιο γενικό (ουδέτερο ενικού). Στην πορεία, προσπαθεί να συντάξει την πρόταση όπως του βγει, αλλά συνήθως "δεν του βγαίνει", προκύπτει ανακολουθία και συνήθως αναγκάζεται να επαναλάβει το θέμα μέσω μιας αντωνυμίας στη σωστή πτώση, ώστε να γίνει κατανοητός. π.χ Αυτός ο άνθρωπος, δεν τον καταλαβαίνω.
Με ή χωρίς το κόμμα δεν εντάσσεται στην αιτιολογική γιατί είναι εκτός των ορίων της που ξεκινούν με το σύνδεσμο. Απλώς μπορείς να πεις ότι τα δυο ονόματα δεν υπήρχαν εξ αρχής ως συστατικά στην κύρια πρόταση, αλλά μετακινήθηκαν εκεί για λόγους θεματοποίησης από τη δευτερεύουσα.
Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί το υποκείμενο της δευτερεύουσας να μετακινηθεί σε θέση "περιφερειακού θέματος" όπως λέει η Φιλιππάκη, δηλ. έξω από τα όρια της δευτερεύουσας αλλά όχι στην αρχή της κύριας πρότασης.π.χ Φοβάμαι ο Γιάννης μήπως πάθει κάτι. (το υποκείμενο της δευτερεύουσας έχει θεματοποιηθεί στην κύρια) Φοβάμαι τον Γιάννη μήπως πάθει κάτι (εδώ το υποκείμενο όχι απλώς έχει μετακινηθεί σε θέση περιφερειακού θέματος, αλλά έχει ανυψωθεί/προληφθεί σε θέση αντικειμένου της κύριας λόγω έλξης από την πτώση που απαιτεί η σύνταξη του ρήματος της)
Δεν μπόρεσα να βρω, προς το παρόν, στον Kuhner κάτι τέτοιο. Έχει ενδιαφέρον.
Εντάξει, ο Ξενοφώντας είναι τυπικά σωστός με το γράμμα του λόγου επιλέγοντας το ταῦτα, αφού επαναλαμβάνει το περιεχόμενο δύο προτάσεων, αλλά δεν θα τον "χαλούσε" ούτε αυτόν ούτε εμάς να κάνει την επανάληψή του με το τοῦτο, που θα αναφερόταν συνολικά στο νόημα των δύο ειδικών προτάσεων ως αιτίου που προκάλεσε τον φθόνο. Δεν είναι έξω από τη λογική της γλώσσας, ακόμη και στον προσεγμένο γραπτό λόγο, να ανακεφαλαιώνεται το νόημα δύο ή περισσότερων προτάσεων με αντωνυμία ενικού αριθμού.
Αυτό τώρα δεν το καταλαβαίνω. Δεν μπορούμε δηλαδή να έχουμε πρόταξη όρων για έμφαση; Γιατί πρέπει οπωσδήποτε τα δύο ονόματα να ανήκουν στην κύρια πρόταση;
Δηλαδή, κατά την Φιλιππάκη, είναι αντιγραμματική η πρόταση: ο Γιάννης φοβάμαι μήπως πάθει κάτι;
εἴ γε μὴ προσθείημεν τὴν ἔστιν ὧν τε ἄγνοιαν καὶ ἔστιν οἷς καὶ ἔχουσί πως ἀγαθόν, ὥσπερ ἐκείνοις κακόν.