Mr_Staind και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Μπορώ να φανταστώ μια πρόταση σαν την ακόλουθη, αλλά η αναφορική αντωνυμία εισάγει και αναφορική πρόταση.Κακώς θύμωσες τότε με τον Γιώργο, τον οποίο, αν (τον) είχες ακούσει, τώρα θα τον ευχαριστούσες.Αν λέγονται προτάσεις σαν κι αυτήν που παρέθεσες, τότε ίσως οι ομιλητές να έχουν στο μυαλό τους ως πρότυπο προτάσεις σαν την παραπάνω, αλλά τους προκύπτει μια προβληματική κατασκευή.
Στον Kuehner (ελληνική έκδοση, 557,
Τώρα πρόσεξα ότι το νεοελληνικό παράδειγμα που παρέθεσε η Dwrina δεν είναι καθ' όλα όμοιο με τα αρχαιοελληνικά, με την έννοια ότι ναι μεν η αναφ. αντων. (τον οποίο) υποβάλλεται στη σύνταξη της υποθετικής πρότασης, αλλά ακούγεται ξανά (με τη μορφή του τον) στην ακόλουθη κύρια. Προσέξτε όμως ότι στα αρχαιοελληνικά παραδείγματα η αναφορική αντωνυμία είναι αδύνατον, ακόμα και ως επανάληψη, να αποτελεί όρο της κύριας.
Το νεοελληνικό παράδειγμα που παρέθεσε η Dwrina ήταν "Κακώς θύμωσες τότε με τον Γιώργο, τον οποίο αν είχες ακούσει, δεν θα βρισκόσουν τώρα σε αυτήν την κατάσταση». Και είναι ακριβώς όπως τα αρχαία που παρέθεσες από τον Kuhner, γιατί η αναφορική αντωνυμία δεν έχει σχέση με την πρόταση που ακολουθεί την υποθετική.
Το άλλο (Κακώς θύμωσες τότε με τον Γιώργο, τον οποίο, αν (τον) είχες ακούσει, τώρα θα τον ευχαριστούσες.) ήταν μια παραλλαγή της πρότασης την οποία παρέθεσα ως πιο δόκιμη και συνηθισμένη. Αλλά σ' αυτήν μπορείς να θεωρήσεις ότι η αναφορική αντωνυμία εισάγει αναφορική πρόταση (τον οποίο.... τώρα θα τον ευχαριστούσες). Το κλιτικό δεν εμποδίζει, γιατί χρειάζεται η επανάληψη του αντικειμένου λόγω της παρεμβολής της υποθετικής.
Το ερώτημα που με απασχολεί είναι το εξής: αν θεωρήσουμε την αναφορική αντωνυμία όρο της υποθετικής πρότασης (φυσικά χωρίς κόμμα μετά απ' αυτήν), σύμφωνα με τις δομές που είδαμε προηγουμένως, μπορούμε να της θέσουμε και δεύτερο συντακτικό ρόλο ως όρου της αναφ. πρότασης; Μάλλον όχι, έτσι δεν είναι; Και αν είναι έτσι, η ακόλουθη πρόταση δεν θεωρείται αυτοδικαίως κύρια; Δεν ξέρω τι λέει η Φιλιππάκη επ' αυτού - δεν βρήκα ακόμη τον χρόνο να το κοιτάξω. Ο Μπάμπι, πάντως, δεν αναφέρει τίποτε.
Σύμφωνα με τη δομή αυτή, η αναφορική αντωνυμία υπόκειται στη σύνταξη της δευτερεύουσας πρότασης (εξαρτώμενη είτε από το ρ. της δευ/σας είτε από άλλον ρηματικό τύπο της), χωρίς η ίδια η αναφορική να έχει δικό της ρήμα, ενώ ακολουθεί κύρια πρόταση. Λίγα παραδείγματα:Λυσ. [Υπέρ αδυν. 6 πρόσοδος δέ μοι οὐκ ἔστιν ἄλλη πλὴν ταύτης, ἣν ἐὰν ἀφέλησθέ με, κινδυνεύσαιμ' ἂν ὑπὸ τῇ δυσχερεστάτῃ γενέσθαι τύχῃ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις τι λέμε για την σύνδεση μεταξύ των δύο κύριων προτάσεων;
οὐκ ἂν ἐγένοντο συμφοραὶ τοσαῦται τῇ πόλει: τι πιστεύετε ότι είναι το τῇ πόλει; Γενικά, ξέρετε πότε αυτή η δοτική πρέπει να λαμβάνεται ως τοπική και πότε ως κάποια δοτική προσωπική;
ὑμᾶς ἐξαιτήσονται καὶ ἀντιβολήσουσιν, οὐκ ἀξιοῦντες τοῦ Ἀλκιβιάδου ὑέος τοσαύτην δειλίαν καταγνῶναι: πώς μπορώ να αιτιολογήσω την άρνηση στο ἀξιοῦντες αντί για το καταγνῶναι, αφού -νομίζω- ότι το «έχοντας την αξίωση να μην καταδικάσετε» δεν είναι το ίδιο με το «χωρίς να έχουν την αξίωση να καταδικάσετε»);