0 μέλη και 3 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Αλλά και ακόμα κι αν ήταν η εξαίρεση των object clauses που δεν εκφέρονται με οριστική μέλλοντα, πάλι στην ουσία για τελικές μιλάμε, γιατί όπως λέει και ο Smyth -για να μη νομίζετε ότι είναι μόνο δική μου εμμονή- το πραγματικό συμπλήρωμα του ρήματος λείπει.
Η αλήθεια είναι ότι αυτά που γράφει ο Smyth για τη διαφορά των επιρρηματικών τελικών από τις ουσιαστικές τελικές προτάσεις με δυσκόλεψαν εξ αρχής στην κατανόησή τους. Τελικά αυτό που κατάλαβα είναι ότι, από τη στιγμή που δεν δηλώνεται το αντικειμένο της προσπάθειας ή φροντίδας για την επίτευξη ενός σκοπού, γίνεται ο ίδιος ο σκοπός το αντικείμενο της προσπάθειας ή φροντίδας. Έτσι, το «φροντίζω τη διατροφή μου, για να μην αρρωσταίνω» γίνεται «φροντίζω να μην αρρωσταίνω». Επομένως, όπως και αν προκύπτουν αυτές οι προτάσεις, καταλήγουν να λειτουργούν ως συμπλήρωμα. Εκείνο όμως που ακόμη δεν πολυκαταλαβαίνω είναι γιατί ο Smyth τις θεωρεί ημιτελείς τελικές (επιρρηματικές) προτάσεις και γιατί πρέπει να θεωρούμε ότι το πραγματικό συμπλήρωμα λείπει. Δηλαδή, αν πω σε κάποιον ότι προσπαθώ να κάνω κάτι, πρέπει να του πω απαραίτητα και με ποιον τρόπο το προσπαθώ, ενώ, όταν δεν το λέω, η δήλωσή μου είναι ημιτελής; Και γιατί αυτές οι προτάσεις να εκφράζουν πάντοτε σκοπό; Με τα ρήματα επιθυμίας, που αναφέρει ο Smyth στο 2210 a (αἰτῶ, δέομαι, παραγγέλλω, ἱκετεύω, διακελεύομαι, παρακελεύομαι, ἀπαγορεύω), η δευτερεύουσα δεν θα έπρεπε να εκφράζει βούληση;
Έτσι, το «φροντίζω τη διατροφή μου, για να μην αρρωσταίνω» γίνεται «φροντίζω να μην αρρωσταίνω». Επομένως, όπως και αν προκύπτουν αυτές οι προτάσεις, καταλήγουν να λειτουργούν ως συμπλήρωμα.
γ) εναλλακτικά δίπλα στα ίδια ρήματα βρίσκεις "ώστε+απαρέμφατο", "όπως+απαρέμφατο", γενική έναρθρου απαρεμφάτου. Και τα τρία εκφράζουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
O Smyth λέει "Such clauses are incomplete final clauses, because, though the purpose is expressed, the action taken to effect the purpose is not expressed.".Δεν συμφωνώ με τον όρο "ατελείς τελικές προτάσεις", γιατί δεν είναι ατελής η δευτερεύουσα, αλλά η περίοδος, αφού λείπει το συμπλήρωμα (π.χ τελικό απαρέμφατο) του ρήματος της κύριας.
Από τη στιγμή που παραλείπεται το πραγματικό συμπλήρωμα της πρότασης, η τελική πρόταση μοιάζει να παίρνει τη θέση του και να λειτουργεί ως συμπληρωματική. Ίσως, ο Smyth χρησιμοποιεί τον όρο "object purposed" για τις προτάσεις αυτές, για να δείξει ακριβώς αυτήν την αλλαγή ρόλων.Άλλωστε, δεν είναι κάτι παράδοξο. Το συμπλήρωμα θα έδειχνε το αντικείμενο της βούλησης, ενώ η τελική τον απώτερο στόχο της βούλησης, άρα σημασιολογικά δεν είναι μακριά.Σε σχέση με την τελευταία παρατήρηση, περνάει από το μυαλό μου βέβαια και ένα άλλο ενδεχόμενο ερμηνείας αυτών των προτάσεων, που δεν προϋποθέτει ότι λείπει κάποια πρόταση: Επειδή ακριβώς σημασιολογικά οι τελικές προτάσεις δεν απείχαν πολύ από το τελικό απαρέμφατο, επιστρατεύτηκαν ως οι πιο κοντινές σημασιολογικά δευτερεύουσες προτάσεις, για να συμπληρώσουν ρήματα που συντάσσονταν με αυτό. Κάτι τέτοιο έγινε σίγουρα στην ελληνιστική εποχή όπου το τελικό απαρέμφατο και η υποτακτική εκφράστηκαν με το "ίνα+υποτακτική", δηλ. στην ουσία με τελικές προτάσεις.
Απλώς σου είπα ότι, αν δυσκολεύεσαι σε σχολικό επίπεδο να χαρακτηρίσεις αυτές τις προτάσεις "συμπληρωματικές" ή object clauses, γιατί δεν αναφέρονται στο σχολικό συντακτικό, και με δεδομένο ότι τις βρίσκεις μάλιστα στο κείμενο με υποτακτική, δεν θα ήταν κακό να τις χαρακτηρίσεις τελικές, γιατί αυτό είναι στην πραγματικότητα, ασχέτως του πώς καταλήγουν να λειτουργούν.
"Όπως+απαρέμφατο"; Έχεις κάποιο παράδειγμα;
Αυτή η ερμηνεία με ικανοποιεί περισσότερο, γιατί, αν και καταλαβαίνω ότι από νοηματικής πλευράς λείπει κάτι, οι συγκεκριμένες ενέργειες που θα οδηγήσουν στην επίτευξη του στόχου, δυσκολεύομαι να το δω ως συντακτική παράλειψη κάποιου όρου, του οποίου τη θέση παίρνει η δευτερεύουσα
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το μόνο που αλλάζει είναι η διατύπωση, που έχει να κάνει με το ύφος του κειμένου, όχι το περιεχόμενό του), γιατί εδώ δεν τίθεται θέμα διατύπωσης αλλά περιεχομένου. Το ότι ο ομιλητής δεν θέλει, δεν ενδιαφέρεται να μας πει (άλλες φορές μπορεί να θέλει να το πει) με ποια μέσα προσπαθεί να πετύχει τον σκοπό του, αλλά θέλει να μας αναφέρει μόνο τον σκοπό ως αντικείμενο της προσπάθειάς του, γιατί να θεωρείται παράλειψη συντακτικού όρου; Αυτό θέλει, αυτό λέει.
Αν όμως εκφράζουν τον απώτερο στόχο και το συμπλήρωμα παραλείπεται, τότε σημαίνει ότι καλούμαστε εμείς να το βρούμε. Έχεις δηλ. μια ελλειπτική περίοδο. Και εδώ η έλλειψη δεν αφορά γνώση που προϋποτίθεται και ως ευκόλως εννοούμενη παραλείπεται, αλλά γνώση που υπονοείται και πρέπει ο ακροατής να τη φανταστεί. Αν διαβάσεις τα κριτήρια του Grice για την υπονόηση (implicature), θα δεις ότι η παραβίαση του αξιώματος της ποσότητας, ενεργοποιεί την υπονόηση. Αυτό σημαίνει ότι ο ομιλητής λέει την τελική πρόταση, αλλά θέλει να φανταστείς πολλά περισσότερα και σου κλείνει το μάτι μέσω της έλλειψης. Άρα, μιλάμε για μια συντακτική παράλειψη με συνέπειες.
Εννοείς ότι είναι πιθανό να προέκυψαν αυτές οι προτάσεις από τη σκόπιμη παράλειψη του πραγματικού συμπληρώματος από κάποιον / κάποιους ομιλητές κάποια στιγμή, αλλά μετά να χρησιμοποιήθηκαν χωρίς αυτό να γίνεται συνειδητά, ή ότι η παράλειψη είναι σκόπιμη σε κάθε περίπτωση με ὅπως πρόταση που παίρνει τη θέση του αρχικού συμπληρώματος (αν δεχθούμε ότι υπήρχε άλλο συμπλήρωμα που παραλείπεται);
Εμείς πάντως, όταν χρησιμοποιούμε στη ν.ε τέτοιες προτάσεις («προσπαθώ / φροντίζω να...», δεν το κάνουμε σκόπιμα, για να αφήσουμε τον ακροατή να φανταστεί περισσότερα.