0 μέλη και 7 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Με αφορμή το παράδειγμα της Πύλης από το πλατωνικό Συμπόσιον (220 b), παρατηρούμε ότι ελάχιστα πιο πάνω υπάρχει μια άλλη δομή (με την αντωνυμία οἷος) με κοινά χαρακτηριστικά: ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου, η οποία ερμηνεύεται ορθότατα ως εξής: ὄντος πάγου τοιούτου οἷός δεινότατός ἐστι. Και αλλού: Πλάτ. Ἀπολ. 23 a πολλαὶ μὲν ἀπέχθειαί μοι γεγόνασι καὶ οἷαι χαλεπώταται καὶ βαρύταται [= ἀπέχθειαι τοιαῦται οἷαί εἰσιν χαλεπώταται καὶ βαρύταται]. Αυτές βέβαια οι συντάξεις εμφανίζονται μόνο με υπερθετικά επιθέτων, έτσι ώστε να λέμε πως η αναφορ. αντων. στην πράξη λειτουργεί ως επιτατικός όρος. Σκέφτομαι όμως: δεν θα μπορούσε και στην περίπτωση που εξετάζουμε να ισχύει κάτι παρόμοιο; Δηλαδή: μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου = μετὰ ἱδρῶτος τοσούτου ὅσος θαυμαστός ἐστι· ἠμφιεσμένων θαυμαστὰ ὅσα = ἠμφιεσμένων τοσαῦτα ὅσα θαυμαστά ἐστι· λέγει θαυμαστῶς ὡς σφόδρα = λέγει οὕτω σφόδρα ὡς θαυμαστόν ἐστι[/i]. Έτσι, και η πρόταση είναι αναμφισβήτητα αναφορική παραβολική, και το παραλειπόμενο ρήμα ανήκει στη δευ/σα πρόταση και είναι τύπος του εἰμί. Ποια είναι η γνώμη σας;
Τα θαυμαστὸς ὅσος, θαυμασίως ὡς εντάσσονται στο 12.18, όπου αναφέρονται περιπτώσεις στις οποίες το ἐστὶ παραλείπεται στην κύρια πρόταση, όχι στην αναφορική.Και, ενώ μας λένε ότι το θαυμαστοῦ ὅσου στο ὡμολόγησε ... μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου προέρχεται από το θαυμαστόν ἐστι, μεθ' ὅσου, κανείς δεν εξηγεί αυτά τα οποία έγραψα και σε προηγούμενο μήνυμά μου, δηλαδή πώς, αν υποθέσουμε ότι θαυμαστόν ἐστι, μεθ' ὅσου ήταν η αρχική δομή, συνδέεται η κύρια πρόταση θαυμαστόν ἐστι με την κύρια με ρήμα το ὡμολόγησε και πώς στέκει η πρόταση μεθ' ὅσου ως αναφορική. Και επίσης ποιο είναι το υποκείμενο του θαυμαστόν ἐστι.
Αν ισχύουν αυτά, μπορούμε να θεωρήσουμε πως το αναφορικό προστίθεται στο επίθετο ή στο επίρρημα ως ένα είδος έμφασης.
Και υπό αυτήν την έννοια, περνάει από το μυαλό μου τώρα και ότι πιθανώς το ρήμα που παραλειπόταν να μην ήταν απλώς το "εστί", αλλά να υπήρχε και μια δυνητική έννοια, είτε με δυνητική ευκτική του "ειμί" (π.χ μετὰ ἱδρῶτος τοσούτου ὅσος θαυμαστός είη αν") είτε με ρήμα δυνητικό (π.χ μετὰ ἱδρῶτος τοσούτου ὅσος θαυμαστός δύναται είναι").
Σε κάθε περίπωση, πολύ αμφιβάλλω αν οι ομιλητές τις αντιλαμβάνονταν ως πρώην παραβολικές, όπως κι εμείς σήμερα δεν αναλύουμε στο μυαλό μας το "μύρια όσα" ως παραβολική.
Εύρηκα! Εύρηκα! Κοιτάξτε τι βρήκα μόλις τώρα. Είναι τρεις σελίδες (348-350) για το φαινόμενο που συζητάμε.Δεν έχω προλάβει να το διαβάσω όλο το απόσπασμα, αλλά δείχνει να ταιριάζει με αυτά που έλεγα. Kevin W. Kruger, Guy L. Cooper, Karl Wilhelm Krüger "Attic Greek Prose Syntax"https://books.google.gr/books?id=kYQBR48tkGUC&pg=PA349&lpg=PA349&dq=%E1%BD%A1%CF%82+%CE%B2%CE%AD%CE%BB%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82+%CE%B4%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B9+%E1%BD%A1%CF%82+%CE%BC%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B1+(%E1%BC%90%CE%B4%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF)&source=bl&ots=X5zrcegkJK&sig=ACfU3U36zdXH8aJsdQLxCmkJpdIXxFqmUg&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiYw6Sg5pDoAhXFjKQKHQx5ByoQ6AEwAHoECAIQAQ#v=onepage&q=%E1%BD%A1%CF%82%20%CE%B2%CE%AD%CE%BB%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82%20%CE%B4%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B9%20%E1%BD%A1%CF%82%20%CE%BC%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B1%20(%E1%BC%90%CE%B4%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF)&f=false
Το θεωρεί προϊόν αντίστροφης έλξης και κάνει λόγο για επιφωνηματική προέλευση (exclamatory origin). Άρα, αν καταλαβαίνω καλά, δεν τις θεωρεί ελλειπτικές πλάγιες ερωτηματικές, με την κλασική έννοια, αλλά ελλειπτικές πλάγιες επιφωνηματικές.
Πάλι όμως δεν εξηγεί κατά τη γνώμη μου πειστικά πώς μπορεί να αναλύεται με το "θαυμαστόν εστί" μια φράση όπως το "μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου", χωρίς να προκύπτει ασυνταξία. Είναι διαφορετικό από το "χρήματα έλαβε θαυμαστά όσα" που μπορεί να ερμηνευθεί ως "θαυμαστόν εστί όσα χρήματα έλαβε...".
αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε για αντίστροφη έλξη, θα πρέπει τις ελλειπτικές προτάσεις να τις εκλάβουμε ως αναφορικές και τα επίθετα θαυμαστός, θαυμάσιος (και μερικά άλλα) ως όρους αναφοράς, προχωρώντας σε ανάλυση διαφορετικού τύπου.
Τι ανάλυση μπορεί να γίνει με τα επίθετα θαυμαστός, θαυμάσιος να είναι όροι αναφοράς;
Ὑμῖν μὲν πολλὴν συγγνώμην ἔχω, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἀκούουσι τοιούτων λόγων καὶ ἀναμιμνῃσκομένοις τῶν γεγενημένων, ὁμοίως ἅπασιν ὀργίζεσθαι τοῖς ἐν ἄστει μείνασι: Γνωρίζετε αν η σύνταξη του συγγνώμην ἔχω με δοτική + απαρέμφατο είναι συνηθισμένη; Πρέπει να είναι ποιητική, γιατί στο LSJ η μοναδική τέτοια σύνταξη που βρήκα είναι από στον Αίαντα του Σοφοκλή, ἐγὼ γὰρ ἀνδρὶ συγγνώμην ἔχω κλύοντι φλαῦρα συμβαλεῖν ἔπη κακά (I can pardon a man a retaliatory barrage of abuse if another has insulted him). Παρόλο που και στα δύο χωρία το συγγνώμην ἔχω μεταφράζεται με τη σημασία «συγχωρώ», η σύνταξη με δοτική και τελικό απαρέμφατο μου φαίνεται ότι αιτιολογείται μόνο αν δεχθούμε ότι η περίφραση λαμβάνει τη σημασία «επιτρέπω». Εκτός αν το απαρέμφατο δεν είναι τελικό, αλλά βρίσκεται σε θέση έναρθρου απαρεμφάτου, δηλαδή σε θέση αιτιατικής πράγματος, «συγχωρώ σε κάποιον το ότι / το να...» ή ίσως «συμφωνώ με κάποιον στο να...», σημασία που έχει το συγγιγνώσκω, όταν συντάσσεται με δοτική + αιτιατική. Τι λέτε;
εἰ μὲν οὖν οἴονται, ὅσα ὑπὸ τῶν τριάκοντα γεγένηται τῇ πόλει, πάντ' ἐμοῦ κατηγορηκέναι: το πάντα υπάρχει στο κείμενο της Πύλης (http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/workshop/exercise/exercise.html?id), αλλά δεν υπάρχει στην έκδοση του perseus ούτε στη Loeb (η οποία μπορεί και να είναι η ίδια με του perseus, γιατί η μετάφραση μου φάνηκε ίδια). Επίσης, υπάρχει στον Ράπτη σε αμβλυγώνιες αγκύλες < >. Δεν είναι όμως λογικό να προστίθεται σε αυτή τη θέση από τους εκδότες, αλλά μάλλον να οβελίζεται, αν υπάρχει σε χειρόγραφα, αλλά τότε έπρεπε να δίνεται στο κείμενο του Ράπτη [πάντα]. Οπότε...; Πάντως, αν το δεχθούμε, δεν νομίζω ότι μπορεί να είναι, σε αυτή τη θέση, κατηγορηματικός προσδιορισμός στην πρόταση. Μπορούμε να πούμε ότι επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, όπως συμβαίνει με τις δεικτικές αντωνυμίες που έπονται της αναφορικής;
Νομίζω πως εδώ το "συγγνώμην έχω" έχει την έννοια του "δικαιολογώ". Γιατί να μην είναι τελικό ως αντικείμενο;
Δεν ξέρω... Απλώς κάτι δεν μου κολλάει. Δεν πρέπει να είναι συνηθισμένη σύνταξη. Δεν τη βρίσκω και πολύ βατή. Και από την άλλη θεώρησα την περίφραση συγγνώμην ἔχω ισοδύναμη του συγγιγνώσκω -δεν είναι ισοδύναμη;- που δεν το είδα να συντάσσεται με απαρέμφατο (παρά μόνο στον Ηρόδοτο και με σημασία "συνειδητοποιώ" ή "ομολογώ"). Για τη μετοχή ἀκούουσι έχεις κάποια ιδέα; Πώς εξηγείται ως υποθετική, ενώ ταιριάζει κάλλιστα ως αιτιολογική; Είπα να ακολουθήσω τις μεταφράσεις (και αυτή του Σοφοκλή) και τη χαρακτήρισα υποθετική, αλλά δεν μπόρεσα να εξηγήσω στις μαθήτριές μου για ποιον λόγο προτιμάμε την υποθετική από την αιτιολογική
Σου έρχεται στο μυαλό κάποιο ρήμα της α.ε. που σημαίνει "δικαιολογώ", να δούμε αν συντάσσεται με απαρέμφατο;