0 μέλη και 16 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Εἰ μὲν ἐβουλόμεθα χρημάτων αὐτοὺς ὧν οἱ ἄλλοι εἶχον ἀντιποιεῖσθαι, ἀποδεικνύντες αὐτοῖς ταῦτα πατρῷά τε ὄντα καὶ προσήκοντα μάλιστ᾽ ἂν οὕτως αὐτοὺς ἐξωρμῶμεν ἀντέχεσθαι τούτων (Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 8 ). Το ἐβουλόμεθα δεν μπορεί να αναφέρεται στο παρελθόν, γιατί και νοηματικά δεν ταιριάζει, "αν θέλαμε (στο παρελθόν) να διεκδικήσουν αυτοί τα χρήματα, μπορεί να τους παρακινήσουμε (στο παρόν και στο μέλλον) να τα διεκδικήσουν / να τα πάρουν", και αμέσως μετά έχουμε ἐπεὶ δὲ τοῦ μετ’ ἀρετῆς πρωτεύειν αὐτοὺς ἐπιμελεῖσθαι βουλόμεθα, τοῦτ’ αὖ δεικτέον ἐκ παλαιοῦ μάλιστα προσῆκον αὐτοῖς, καὶ ὡς τούτου ἐπιμελόμενοι πάντων ἂν εἶεν κράτιστοι, όπου λέγεται τι είναι αυτό που θέλουν (τώρα) και τι πρέπει να κάνουν για αυτό.
εἰ μὲν γὰρ μόνος ἐπίστευον τοῖς τε λεγομένοις περὶ τῶν παλαιῶν καὶ τοῖς γράμμασι τοῖς ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου παραδεδομένοις ἡμῖν, εἰκότως ἂν ἐπιτιμῴμην: νῦν δὲ πολλοὶ καὶ νοῦν ἔχοντες ταὐτὸν ἐμοὶ φανεῖεν ἂν πεπονθότες (Ἰσοκρ. 12, 149). Λίγο πριν ο ομιλητής ο Ισοκράτης λέει τάχ' οὖν ἄν τινες ἄτοπον εἶναί με φήσειαν, οὐδὲν γὰρ κωλύει διαλαβεῖν τὸν λόγον, ὅτι τολμῶ λέγειν ὡς ἀκριβῶς εἰδὼς περὶ πραγμάτων οἷς οὐ παρῆν πραττομένοις. ἐγὼ δ' οὐδὲν τούτων ἄλογον οἶμαι ποιεῖν. Τώρα τολμάει να υποστηρίζει, άρα (και) τώρα τα πιστεύει, και αν τώρα ήταν ο μόνος που τα πιστεύει, εύλογα θα κατηγορείτο.
H απόδοση είναι σε δυνητική οριστική. Μάλλον, δεν πρόσεξες την αύξηση. Άρα, μιλάμε για την κλασική περίπτωση του μη πραγματικού.
Δεν είμαι τόσο σίγουρη ότι δεν έχει σχέση με το παρελθόν το "επίστευον".Πρώτον, γιατί αφορά γνώση παλιών γεγονότων που έχει παραδοθεί σ' αυτόν και δεύτερον, γιατί μου κάνει εντύπωση ότι μετά, όταν ακυρώνει τον υποθετικό αυτό λόγο, χρησιμοποιεί μετοχή παρακειμένου "νῦν δὲ πολλοὶ καὶ νοῦν ἔχοντες ταὐτὸν ἐμοὶ φανεῖεν ἂν πεπονθότες". Σκέφτομαι δηλαδή ότι είναι πιθανό το "επίστευον" να αναφέρεται σε μια πεποίθηση που είχε από μικρότερη ηλικία που άκουγε τις ιστορίες και προφανώς συνεχίζει να την έχει μέχρι σήμερα. Αλλιώς, γιατί να λέει ότι και οι άλλοι είναι "πεπονθότες" και όχι "πάσχοντες";
Όταν αναφερόμαστε σε μια πεποίθηση που ισχύει σε παρελθόν και παρόν, ενεστώτα δεν χρησιμοποιούμε;
Επομένως, αν από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι η υπόθεση με τον ιστορικό χρόνο αναφέρεται στο παρόν, δεν μπορεί παρά ο υποθετικός λόγος να εκφράζει αντίθετο του πραγματικού (λογικό), ενώ αν η υπόθεση αναφέρεται στο παρελθόν, θα εκφράζει το πραγματικό (πάντοτε;). Στο αν η υπόθεση αναφέρεται στο παρόν ή στο παρελθόν παίζει ρόλο και ο χρόνος του ρήματος, παρατατικός παρόν, αόριστος παρελθόν;
Όχι, το "πιστεύω" στον ενεστώτα δεν δείχνει απαραίτητα ότι πίστευες κάτι και από πριν.
Μπορεί δηλαδή να σπάμε και τζάμπα το κεφάλι μας.
Αν η υπόθεση αναφέρεται στο παρελθόν, δεν εκφράζει μόνο το πραγματικό, αλλά μπορεί κάλλιστα να εκφράζει και το μη πραγματικό: Ξενοφ. ΚΑ, VI, 6, 15 οὐκ ἂν ἐποίησεν Ἀγασίας ταῦτα, εἰ μὴ ἐγὼ αὐτὸν ἐκέλευσα. Εδώ το σύνολο του υποθετικού λόγου αναφέρεται στο παρελθόν.
ενώ ο υπερσυντέλικος κανονικά στο παρόν.
Ναι, για αυτό, όπως είδες, το διέγραψα. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είχες αυτή την πεποίθηση και στον παρελθόν, αλλά, ο ενεστώτας δεν αποκλείει την πιθανότητα να την είχες, ενώ, νομίζω, ότι, όταν χρησιμοποιούμε παρατατικό, δείχνουμε στο άλλον ότι τώρα δεν την έχουμε. «Αν πίστευα / πίστεψα κάτι τέτοιο, μπορείς δικαίως να με κατηγορήσεις»: με αυτό δεν δείχνω ότι τώρα δεν το πιστεύω;
Ο υπερσυντέλικος στο παρόν;;;
Αλλάζω θέμα.Ἐγώ, ὦ βουλή, νομίζω προστάτου ἔργον εἶναι οἵου δεῖ, ὃς ἂν ὁρῶν τοὺς φίλους ἐξαπατωμένους μὴ ἐπιτρέπῃ: πώς προτείνετε να συντάξουμε εδώ; Ποιο θα θεωρήσουμε υποκείμενο του ἔργον εἶναι;
Για το οἵου δεῖ είδα δύο εναλλακτικές συντάξεις. Η μία είναι αυτή με την οποία συνέταξα και εγώ, δηλαδή οἷον δεῖ εἶναι τὸν προστάτην. Η άλλη παίρνει το δεῖ με την έννοια «υπάρχει ανάγκη», χωρίς υποκείμενο, και το οἵου αντικείμενο. Πώς σας φαίνεται η δεύτερη;
Προσθέτω το αυτονόητο: κάποτε και στο παρελθόν (Smyth, 2306, Goodwin, 410, 413).
Το θυμάμαι αυτό το παράδειγμα και πόσο με είχε απασχολήσει. Τελικά είμαι βέβαιος ότι εδώ συμφύρονται δύο συντάξεις: (α) νομίζω προστάτου ἔργον εἶναι οἵου δεῖ ὁρῶντα ... μὴ ἐπιτρέπειν· (β) νομίζω προστάτην εἶναι οἷον δεῖ, ὃς ἂν ὁρῶν ... μὴ ἐπιτρέπῃ.
Με την ανάλυση αυτή προκύπτουν δύο υποθετικοί λόγοι. Έτσι όμως όπως έχουμε το χωρίο, είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε άλλον υποθετικό λόγο εκτός από τον ὁρῶν...μὴ ἐπιτρέπῃ (προσδοκώμενο);Είδα και ὃς ἂν μὴ ἐπιτρέπῃ, προστάτου ἔργον εἶναι = προστάτης ἐστί (αόριστη επανάληψη παρόν-μέλλον), το οποίο νοηματικά ταιριάζει με την ανάλυσή σου, αλλά έτσι όπως είναι το χωρίο δεν ξέρω αν στέκει η αναγνώριση αυτού του υποθετικού λόγου.
Το ὁρῶν ... μὴ ἐπιτρέπῃ γιατί το βγάζεις προσδοκώμενο; Αόριστη επανάληψη στο παρόν και το μέλλον μού φαίνεται: "αν/όταν (= κάθε φορά που) κάποιος βλέπει ότι οι φίλοι του εξαπατώνται, δεν το επιτρέπει". Δεν πρόκειται για άπαξ συμβησόμενον.
Η υποτακτική βέβαια στις αόριστες επαναλήψεις δεν αναφέρεται στο μέλλον. Ο Goodwin (89) γράφει the present and aorist subjunctive and imperative are always future, except that in general conditions the subjunctive is general in its time. Οι μαθητές όμως μαθαίνουν ότι η υποτακτική είναι μελλοντική έκφραση και θα μπερδευτούν, αν τους δοθεί εξαίρεση.
Από δύο παραδείγματα που έχω φαίνεται ότι, όταν ένα ρήμα με αρνητική σημασία βρίσκεται σε πρόταση με άρνηση, άλλες φορές μπορεί να ακολουθεί απαρέμφατο ή ειδική πρόταση με μία πλεονάζουσα άρνηση, ...ἀνθρώπους μισθωτούς, ὧν οὐδ᾽ ἂν ἀρνηθεῖεν ἔνιοι ὡς οὐκ εἰσὶ τοιοῦτοι, ενώ άλλες φορές με δύο πλεονάζουσες αρνήσεις, ἐγώ τοι οὐκ ἀμφισβητῶ μὴ οὐχὶ σὲ εἶναι σοφώτερον ἢ ἐμέ. Γνωρίζετε αν κάποιο από τα δύο απαντά πιο συχνά; Μήπως οι δύο αρνήσεις τίθενται μόνο με απαρέμφατο και όχι με ειδική πρόταση;