0 μέλη και 14 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Εγώ συμφωνώ μαζί σου, απλώς λέω ποια άποψη μου φαίνεται ως επικρατούσα.
Είσαι σίγουρη; Τα επιρρηματικά κατηγορούμενα σκοπού δεν θέλουν και ρήμα κίνησης; Δηλαδή έχει το επίθετο την ίδια λειτουργία στο ἦλθον βοηθός σοι, που σημαίνει "ήρθα για να σε βοηθήσω", και το ίδιο σε μια φράση που σημαίνει "τάσσομαι με το μέρος σου (ως) σύμμαχος"; Η φράση τῷ μὲν δήμῳ τῶν οἰκετῶν τὸ πλῆθος παρεγένετο ξύμμαχον εμένα τουλάχιστον δεν μου δίνει την αίσθηση ότι οι δούλοι πήγαν κάπου, αλλά απλώς ότι δέχθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των δημοκρατικών.
Το ἐπίκουροι ούτως ή άλλως είναι υποκείμενο, ενώ οι Σαλμανλής – Μπιτσιάνης εννοούν ένα ξύμμαχοι ως επιρρηματικό κατηγορούμενο σκοπού, όπως χαρακτηρίζουν και το υπάρχον ξύμμαχον .
Όσο για τα ξύμμαχον, (ξύμμαχοι), κι εμένα δεν μου δίνουν την αίσθηση ότι είναι επιρρηματικά κατηγορούμενα του σκοπού, δηλαδή δεν μου φαίνονται να εκφράζουν ενέργεια αλλά μόνο ιδιότητα.
Αντιθέτως, ο κατηγορηματικός προσδιορισμός δείχνει μια προσωρινή ιδιότητα που έχει το υποκείμενο όσο διαρκεί η πράξη (πχ χλωμός ο δικαστής ανακοίνωσε την απόφαση). Κι εδώ, ως σύμμαχοι θα λειτουργούσαν, όταν θα πήγαιναν στην πόλη όπου βρίσκονταν οι υπόλοιποι δημοκρατικοί. Δεν θα είχαν την ιδιότητα προσωρινά κατά τη μετάβασή τους στην πόλη.
Εσύ όμως, υποθέτω, μιλάς για επριρρηματικό κατηγορούμενο σκοπού δίνοντας στο ρήμα τη σημασία ρήματος κινήσεως. Τότε όμως πρέπει να δεχθούμε ότι ο Θουκυδίδης στο σημείο αυτό μας δεν μας πληροφορεί για το ότι οι δούλοι τάχθηκαν ως σύμμαχοι με το μέρος των δημοκρατικών, αλλά για το ότι πήγαν (παρεγένετο) στην πόλη, για να συμμαχήσουν με τους δημοκρατικούς. Αυτό δεν εννοείς; Δεν μου βγαίνει αλλιώς το επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού.
Να δούμε τώρα και κάτι άλλο; καὶ ἡ πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτήν: για το ἐπίφορος είδα σε αναλύσεις τα πάντα. Επιθετικός προσδιορισμός στο βοήθημα των Σαλμανλή – Μπιτσιάνη, κατηγορηματικός σε άλλο βοήθημα, επιρρηματικό κατηγορούμενο τόπου ή τρόπου στο διαδίκτυο (κυρίως τόπου). Εγώ τάσσομαι υπέρ του κατηγορηματικού προσδιορισμού, γιατί ξέρω ότι τα ονόματα που δηλώνουν καιρικά φαινόμενα, και άναρθρα, συνοδεύονται από κατηγορηματικό προσδιορισμό, αλλά, επειδή, όπως έχεις πει και για άλλες περιπτώσεις, το επίθετο βρίσκεται μάλλον πιο κοντά στο ρήμα, και ίσως θα μπορούσε στη θέση του να υπάρχει επίρρημα, μπορώ να το δω και ως επιρρηματικό κατηγορούμενο τρόπου.
ΥΓ
Και κάτι που με προβληματίζει, αν το ἐπίκουροι δεν είναι το υποκείμενο, είναι πώς θα φαίνεται τι είναι αυτοί οι οκτακόσιοι, ότι είναι μισθοφόροι. Το Vero, με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, της λατινικής μετάφρασης δεν το καταλαβαίνω. Το vero σημαίνει "πράγματι". Εδώ πού κολλάει το "πράγματι" και γιατί το αρχικό γράμμα είναι κεφαλαίο;
Τρόπου λες, ε, όχι τόπου; Και με τα ἀντίος, ἐναντίος υπάρχει αυτό το πρόβλημα, τα οποία το σχολικό Συντακτικό (και άλλοι μάλλον) τα δίνει στα επιρρηματικά κατηγορούμενα τρόπου, ενώ άλλοι σε αυτά του τόπου. Αλλά δεν είναι και τόσο σημαντική αυτή η διάκριση.
Η αιτιατική με το ψεύδομαι πιστεύετε ότι είναι καλύτερα να αναγνωρίζεται ως της αναφοράς ή ως σύστοιχο αντικείμενο; Ο Αναγνωστόπουλος δίνει το ρήμα με αιτιατική της αναφοράς, αλλά και με σύστοιχο αντικείμενο (με ένα μόνο παράδειγμα για το δεύτερο). ……………………………... Ό,τι ισχύει για τη μία αιτιατική με το ψεύδομαι, το ίδιο δεν θα ισχύει και για την αιτιατική πράγματος, όταν το ρήμα συντάσσεται με δύο αιτιατικές, με τη σημασία τότε «εξαπατώ» ή «απογοητεύω», π.χ. ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύσομαι, ἐὰν ὑμῖν, ὦ ἄνδρες, δοκῇ ; Ο Αναγωστόπουλος για αυτήν την αιτιατική δεν γράφει τίποτα, απλώς μιλάει για σύνταξη ρήματος με δύο αιτιατικές, προσώπου και πράγματος.
Ο Αναγνωστόπολος γράφει στη σύνταξη του ἀπολαύω "με αιτ. και γεν." και δίνει παράδειγματοιαῦτα ἄττα ἐστὶν ἃ ἀπολαυσόμεθα τῆς σωφροσύνης και ἀπολαύουσιν ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων. Οι γενικές αυτές αναγνωρίζονται ως αντικείμενα, δηλαδή το ρήμα συντάσσεται ως δίπτωτο (η διατύπωση του Αναγνωστόπουλου αυτό δείχνει), ή ως διαιρετικές από το ἃ και το ἐλάχιστα;
Άλλο παράδειγμα είναι το "ψεύδω-ψεύδομαι". Η γενική δίπλα του δείχνει αναφορά. Μπορεί όμως να αναφέρεται και το πραγματικό αντικείμενο σε αιτιατική, που είναι σύστοιχο (βλ. εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος).Δες στο LSJ https://logeion.uchicago.edu/%CF%88%CE%B5%CF%8D%CE%B4%CF%89
Αν κοιτάξεις λίγο στον Smyth***θα διαπιστώσεις ότι τη γενική που συμπληρώνει ρήματα αποφεύγει να τη χαρακτηρίσει αντικείμενο όπως την αιτιατική ή τη δοτική. Και έχει δίκιο, γιατί αυτές οι γενικές δεν δείχνουν πού μεταβαίνει η ενέργεια του ρήματος, αλλά έχουν τις ίδιες περίπου χρήσεις που έχουν δίπλα στα ονόματα.Επιβεβαίωση όλων αυτών είναι και το γεγονός ότι συχνά κάποια ρήματα τα βρίσκεις να συντάσσονται κανονικά και με αιτιατική και/ή με γενική.
Το ερώτημα όμως είναι, όταν αυτά τα ρήματα συντάσσονται με αιτιατική + γενική, η γενική θεωρείται (ή πρέπει να θεωρείται) ότι εξαρτάται και προσδιορίζει και αυτή το ρήμα ή ότι εξαρτάται από την αιτιατική ως ονοματικός προσδιορισμός; Στα παραδείγματα που ανέφερα, τοιαῦτα ἄττα ἐστὶν ἃ ἀπολαυσόμεθα τῆς σωφροσύνης και ἀπολαύουσιν ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων η πρώτη μου αίσθηση ήταν ότι η γενική εξαρτάται από την αιτιατική. Αλλά από τη μια η διατύπωση του Αναγνωστόπουλου, από την άλλη ένα άλλο παράδειγμα που θυμήθηκα, το μάλιστα δὲ αὐτῶν ἓν ἐθαύμασα τῶν πολλῶν ὧν ἐψεύσαντο, το οποίο το είχαμε συζητήσει (https://www.pde.gr/index.php?topic=5194.1806, απαντήσεις 1816, 1817, 1819) και είχαμε πει ότι και η γενική αὐτῶν προσδιορίζει το ρήμα, με έκαναν να αναρωτιέμαι και για τη γενική με το ἀπολαύω. Πάντως, και η γενική με το θαυμάζω πρέπει να προκύπτει με τον ίδιο τρόπο, όπως η γενική με το μέμνημαι, το ἀπολαύω και το ψεύδομαι, δηλαδή από την παράλειψη του πραγματικού αντικειμένου.
Στο "θαυμάζομαι εν (=πράγμα) αυτών (=πρόσωπο)", το "αυτών" νομίζω ότι συμπληρώνει το ρήμα ως γενική της πηγής (χρήση της παλιάς αφαιρετικής). Με βάση τα ελληνικά συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο.