0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Σχετικά με την πρόταση με ὥστε που εξαρτάται από ουσιαστικό, αναφέρεται αυτή η περίπτωση σε κάποια Γραμματική;
Και τελικά πώς θα αναγνωριστεί αυτή η πρόταση; Απλώς ως συμπερασματική που εξαρτάται από ουσιαστικό; Και θα εξηγήσουμε ότι το ουσιαστικό εμπεριέχει ενέργεια;
Αν δεν υπήρχε το ὥστε και ήταν μόνο του το απαρέμφατο, νομίζω ότι θα έπρεπε να το αναγνωρίσουμε ως αναφοράς από το προθυμίαν. Δεν λέω ότι θα ήταν αναφοράς, λέω ότι έτσι θα αναγνωριζόταν σύμφωνα με το σχολικό Συντακτικό, το οποίο θεωρεί αναφοράς το απαρέμφατο από επίθετα καταλληλότητας, ικανότητας (ἀγαθός, ἄξιος, δεινός, ἕτοιμος, ἱκανός, καλός, κακός, ὀξύς, πρόθυμος, στυγνός, φοβερός, χαλεπός, χρήσιμος). Σύμφωνα με αυτά, αναφοράς δεν θα έπρεπε να το χαρακτηρίσουμε, αν δεν υπήρχε το ὥστε;
τυφλοῦται γὰρ περὶ τὸ φιλούμενον ὁ φιλῶν, ὥστε τὰ δίκαια καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ κακῶς κρίνει, τὸ αὑτοῦ πρὸ τοῦ ἀληθοῦς ἀεὶ τιμᾶν δεῖν ἡγούμενος: το τιμᾶν θεωρείται συγκριτική λέξη, δηλαδή μπορώ να αναγνωρίσω το πρὸ τοῦ ἀληθοῦς ως β΄ όρο σύγκρισης; Αν όχι, ως τι εμπρόθετος χαρακτηρίζεται; (Αντικατάστασης θα έλεγα, γιατί το εμπρόθετος σύγκρισης δεν μου ταιριάζει). Το LSJ γράφει of Preference.
οὔτε γὰρ ἑαυτὸν οὔτε τὰ ἑαυτοῦ χρὴ τόν γε μέγαν ἄνδρα ἐσόμενον στέργειν, ἀλλὰ τὰ δίκαια, ἐάντε παρ’ αὑτῷ ἐάντε παρ’ ἄλλῳ μᾶλλον πραττόμενα τυγχάνῃ: οι εμπρόθετοι τι ακριβώς δηλώνουν; Μήπως θέλει να πει «είτε τυχαίνει να πράττονται στον δικό του περίγυρο, στον δικό του κύκλο, είτε σε άλλον»; Και μήπως αυτός είναι ο λόγος που ο Πλάτων επιλέγει να μην βάλει ποιητικό αίτιο (αν και το μεταφράζουν ως ποιητικό αίτιο) αλλά έναν εμπρόθετο που δηλώνει το πλησίον, δηλαδή για να συμπεριλάβει και τους οικείους τους;
ἐκ ταὐτοῦ δὲ ἁμαρτήματος τούτου καὶ τὸ τὴν ἀμαθίαν τὴν παρ’ αὑτῷ δοκεῖν σοφίαν εἶναι γέγονε πᾶσιν: η δοτική πᾶσιν τι είναι; Προσωπική της αναφορά μου φαίνεται. Πάντως όχι προσωπική κτητική, όπως άκουσα στο ψηφιακό φροντιστήριο· εμένα τουλάχιστον δεν μου βγαίνει ως κτητική με τίποτα (ακόμη και αν θεωρήσω ότι το τὸ δοκεῖν = ἡ δόξα).
Το προτιμώ ως εμπρόθετο της σύγκρισης. Ορισμένα ρήματα, όπως το τιμῶ, το βούλομαι, το αἱροῦμαι, το ποιοῦμαι και μερικά άλλα, εμπεριέχουν συχνά την ιδέα της σύγκρισης.
Θα ήταν πολύ βολικό να ήταν το γέγονε απρόσωπο, ώστε το πᾶσιν να είναι δοτική προσωπική απλώς...
Αν το ρήμα εμπεριέχει σύγκριση, γιατί να μην χαρακτηρίσουμε τον εμπρόθετο β΄ όρο σύγκρισης;
Κτήση εκφράζεται πιο πάνω με το "τὴν παρ’ αὑτῷ". Ο πιο συνηθισμένος τρόπος να εκφραστεί κτήση είναι μέσω της τοπικότητας (=κάτι υπάρχει πλησίον κάποιου και άρα υπό τον έλεγχό του). Εδώ δηλαδή θα μπορούσε να υπάρχει και γενική κτητική, αλλά ο συγγραφέας προτιμά να εκφράσει την κτήση μέσω της τοπικότητας, γιατί τη θεωρεί προσωρινή. Η αμάθεια διαρκεί όσο και η τοπική της συνύπαρξη (εννοείται, στον νοητικό χώρο) με το πρόσωπο.
Ε, ναι, β΄όρος σύγκρισης είναι, με α΄όρο το τὸ αὑτοῦ. Όταν υπάρχει σύγκριση σε οποιανδήποτε μορφή, μοιραία υπάρχουν και οι όροι που συγκρίνονται μεταξύ τους.
(Την πρόταση αυτή τη δίνει το ψηφιακό βοήθημα στις ασκήσεις για τον β' όρο σύγκρισης, αλλά στη θεωρία δεν γράφει, όπως δεν γράφει και το σχολικό Συντακτικό ότι συγκριτικές λέξεις μπορεί να είναι και κάποια ρήματα).
Και την πρόθεση πρὸ + γεν. η Μπίλλα δεν τη δίνει ως β΄όρο, αλλά εδώ δεν γίνεται αλλιώς.
Σε μια τέτοια περίπτωση η μετοχή θα ήταν ουσιαστικοποιημένη (δηλαδή, θα σήμαινε "ο λόγος/το ρητό/το απόφθεγμα/η δήλωση") και δεν θα αναλυόταν σε αναφορική πρόταση.
Τη δίνει. Δες στην παράγραφο 41 στην παρατήρηση αhttps://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2326/Syntaktiko-Archaias-Ellinikis-Glossas_A-B-G-Gymnasiou_html-apli/index_01_05.html
Και σκέφτομαι τώρα, γιατί να μην μπορεί με τις αναφορικές να συμβαίνει και κάτι ακόμη που δεν μπορεί να συμβαίνει με άλλη δευτ., δηλαδή να δέχεται ολόκληρη η αναφορική, ολόκληρο το περιεχόμενό της, αντικείμενο ειδική πρόταση, όχι μόνο το ρήμα της, το οποίο έχει ήδη αντικείμενο την αναφορική αντωνυμία. Και βλέπω ότι και η μετάφραση της Πύλης στα νέα Ελληνικά « Είναι αυτό που λένε ότι κάθε άνθρωπος είναι από τη φύση του φίλαυτος και ότι είναι δικαιολογημένο να είναι τέτοιος», χωρίς κόμμα και χωρίς «δηλαδή», δεν χτυπάει περίεργα ακουστικά, αλλά το πρόβλημα και στα νέα Ελληνικά προκύπτει, όταν πας δώσεις συντακτική θέση στην ειδική.