0 μέλη και 14 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Νομίζω ότι το α υ τ ό ν είναι το άμεσο αντικείμενο του α π α ι τ ε ι ν , ενώ το έμμεσο Α λ ό ν ν η σ ο ν εννοείται.Η μετοχή και εμένα εναντιωματική μου φαίνεται.
Οὐ γὰρ οὕτως ἔγωγε ἠλίθιός εἰμι ὥστε, ἐξ ἧς πόλεως Θεμιστοκλῆς ὁ τὴν Ἑλλάδα ἐλευθερώσας ἐξηλάθη, καὶ ὅπου Μιλτιάδης, ὅτι μικρὸν ὤφειλε τῷ δημοσίῳ, γέρων ὢν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἀπέθανε, ταύτῃ τῇ πόλει Αἰσχίνην τὸν Ἀτρομήτου φεύγοντα ἀγανακτεῖν οἴεσθαι δεῖν. Οι αναφορικές προτάσεις προσδιορίζουν το ταύτῃ τῇ πόλει, έτσι δεν είναι; Πώς θα χαρακτηρίσουμε όμως το πόλεως και κυρίως το ἧς; Μπορούμε να πούμε ότι το ἧς είναι επιθετικός προσδιορισμός στο πόλεως; Έχω διαβάσει ότι η αντωνυμία ός μπορεί να έχει και επιθετική λειτουργία, όταν μετατίθεται ο προσδιοριζόμενος όρος στην αναφορική πρόταση, π.χ. Επορεύετο συν ᾗ ειχε δυνάμει, εδώ όμως δεν έχουμε μετάθεση του προσδιοριζόμενου όρου, αφού στην κύρια πρόταση υπάρχει το ταύτῃ τῇ πόλει. Εδώ συμβαίνει κάτι άλλο, αλλά δεν μπορώ το εξηγήσω. Μπορεί κάποιος να μου απαντήσει;
Επίσης, στην περίοδο που παραθέτω παρακάτω πιστεύω ότι έχουμε την ίδια περίπτωση:Ἅ δέ μοι ὁ πατήρ καὶ οἰκήματα καλὰ καὶ παραδείσους καὶ δένδρων καὶ θηρίων μεστοὺς κατέλιπεν, ἐφ’ οἷς ηὐφραινόμην, ταῦτα πάντα ὁρῶ τὰ μὲν κατακεκομμένα, τὰ δὲ κατακεκαυμένα. Σε μια συντακτική ανάλυση όμως που βρήκα στο διαδίκτυο το οἰκήματα και το παραδείσους χαρακτηρίζονταν επεξηγήσεις στο Ἅ, κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ. Εσείς τι πιστεύετε; Και κάτι ακόμη, στην δεύτερη περίοδο αντικείμενο του ρήματος θα θεωρήσουμε το ταῦτα ή την αναφορική πρόταση, οπότε θα πούμε ότι το ταῦτα ανακεφαλαιώνει το περιεχόμενό της;
Άρα, το ερώτημα είναι αν το υποκείμενο του σ τ ρ α τ ε ύ ε σ θ α ι είναι εμέ ή εγώ; Ξέρει κάποιος να μας απαντήσει;Μάλλον όμως ο κανόνας ισχύει μόνο για τα τρία απαρέμφατα που έχουν παρόμοια σημασία.
Όπως είναι το κείμενο, τα δύο απαρέμφατα (λέγειν, φανήσεσθαι) εξαρτώνται από το ρ. ἀναγκασθήσεται και συνδέονται κατά παράταξη (ἤ ...ἤ). Υπάρχει όμως μια ανακολουθία. Το δεύτερο απαρέμφατο θα έπρεπε να είναι το φανῆναι, για να δικαιολογηθεί ως τελικό· δεν βολεύει όμως ως απόδοση της υποθ. μετοχής εἰπών, κι έτσι ο συγγραφέας κάνει χρήση ειδικού απαρεμφάτου του πλαγίου λόγου (ευθύς λόγος: φανήσομαι) συνδέοντας, ανακόλουθα, ένα τελικό με ένα ειδικό απαρέμφατο.
Αν κατάλαβα καλά, Sali, δεν δέχεσαι, ούτε για να πούμε κάτι απλό στα παιδιά, να συντάξουμε το εξ με το πόλεως και να θεωρήσουμε το ης επιθετικό προσδιορισμό (εγώ από την αρχή εκεί το πήγαινα και ήλπιζα να συμφωνήσετε μαζί μου). Ευχαριστω πολύ και πάλι!
Οὐ γὰρ οὕτως ἔγωγε ἠλίθιός εἰμι ὥστε, ἐξ ἧς πόλεως Θεμιστοκλῆς ὁ τὴν Ἑλλάδα ἐλευθερώσας ἐξηλάθη, καὶ ὅπου Μιλτιάδης, ὅτι μικρὸν ὤφειλε τῷ δημοσίῳ, γέρων ὢν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἀπέθανε, ταύτῃ τῇ πόλει Αἰσχίνην τὸν Ἀτρομήτου φεύγοντα ἀγανακτεῖν οἴεσθαι δεῖν. Οι αναφορικές προτάσεις δεν προσδιορίζουν το ταύτῃ τῇ πόλει, γιατί ο όρος αναφοράς πρέπει να προηγείται. Σχέση αναφοράς υπάρχει, σχέση "καταφοράς" δεν υπάρχει. Άρα το ταύτῃ τῇ πόλει απλώς επαναλαμβάνει και ανακεφαλαιώνει εμφατικά το περιεχόμενο των δύο αναφορικών προτάσεων. Με την πρώτη αναφορική έχει γίνει ενσωμάτωση του όρου αναφοράς, που εννοείται, στα πλαίσια της αναφορικής πρότασης, και συμμόρφωσή του με την πτώση της αναφορικής αντωνυμίας. Το πλήρες δηλαδή θα ήταν: ...ὥστε τῇ πόλει ἐξ ἧς Θεμιστοκλῆς ... ἐξηλάθη, όπου η δοτική τῇ πόλει θα συνδεθεί με το ἀγανακτεῖν. Το παράδειγμα ενσωμάτωσης που έφερες είναι ακριβώς το ίδιο· η μόνη διαφορά εδώ είναι ότι δεν υπάρχει επανάληψη και ανακεφαλαίωση της αναφορικής πρότασης: σὺν ᾗ εἶχε δυνάμει = σὺν τῇ δυνάμει ἣν εἶχε.
.... τον Schwyzer. Γιατί γράφει (σελ.804): «η ος αρχικά ήταν μόνο ουσιαστικοφανής. Για πρώτη φορά με τη συμπερίληψη της αναφορικής λέξης στην αναφορική πρόταση η ος έλαβε και σημασία επιθέτου, π.χ. Ὃς δέ κ᾽ ἀνὴρ ἀπὸ ὧν ὀχέων ἕτερ᾽ ἅρμαθ᾽ ἵκηται ἔγχει ὀρεξάσθω, Δ 306». Προφανώς δεν εννοεί αυτό που κατάλαβα εγώ (δηλαδή επιθετικός προσδιορισμός) ή είναι άλλη περίπτωση. Επειδή όμως ξέρω ότι βασιζόμενη στον Schwyzer κάπου θα κάνω λάθος, για αυτό απευθύνομαι σε εσάς.