0 μέλη και 3 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Ενώ για όλες τις χρονικές προτάσεις που εκφέρονται με ευκτική και προσδιορίζουν πρόταση με δυνητική ευκτική αναφέρεται ότι είναι χρονικοϋποθετικές της απλής σκέψης, για αυτές που εισάγονται με το πρὶν (π.χ οὔποτ᾽ ἔγωγ᾽ ἄν, πρὶν ἴδοιμ᾽ ὀρθὸν ἔπος, μεμφομένων ἂν καταφαίην) τα περισσότερα Συντακτικά γράφουν ότι εκφέρονται με ευκτική λόγω έλξης (από την δυνητική ευκτική της προσδιοριζόμενης πρότασης) χωρίς να αναφέρονται σε λανθάνοντα υποθετικό λόγο της απλής σκέψης.
Τώρα, αν θες τη γνώμη μου, θεωρώ είναι το ίδιο πράγμα στην ουσία. Ούτως ή άλλως όμως, ο λόγος που οι άλλες χρονικές παίρνουν ευκτική, δεν είναι ακριβώς επειδή εκφράζουν λανθάνοντα υποθετικό λόγο, αλλά γιατί εκφράζουν υποκειμενική-αβέβαιη κρίση (όπως και ο αντίστοιχος υποθετικός λόγος).
......απλώς κάποιες χρονικές είθισται να χαρακτηρίζονται χρονικοϋποθετικές, ίσως λόγω της προφανούς συνάφειά τους με τις υποθετικές.
Οι προτάσεις που εισάγονται με το ὅτι και εξαρτώνται από το ρήμα φοβοῦμαι, π.χ. ἐφοβεῖτο, ὅτι ὀφθήσεσθαι ἔμελλε τὰ βασίλεια οἰκοδομεῖν ἀρχόμενος, σε σχολικό επίπεδο χαρακτηρίζονται αιτιολογικές. Είναι όντως αιτιολογικές ή μήπως είναι ουσιαστικές προτάσεις (το ότι);
οὐ δέδοικα εἰ Φίλιππος ζῇ: η δευτερεύουσα πρόταση είναι πιο σωστό να χαρακτηριστεί πλάγια ή ενδοιαστική; (Τη βρήκα σε ασκήσεις για τις ενδοιαστικές, αλλά πουθενά δεν έχω δει να αναφέρεται ότι οι ενδοιαστικές μπορεί να εισάγονται με εἰ).
Επίσης, γράφουν ότι το αντικείμενο του φόβου (δηλ. αυτό που στα ν.ε λέμε "φοβάμαι ότι είχε δίκιο...") το εξέφραζαν με ειδικό απαρέμφατο (βλ. Goodwin http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0065%3Asmythp%3D373)
Δεν ξέρω αν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να απορρίψουμε το ενδεχόμενο και οι προτάσεις με το "ότι" να λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο, ως εναλλακτικές του ειδικού απαρεμφάτου. Άλλωστε, ξέρουμε ότι το αιτιολογικό "ότι" ξεκίνησε μ' αυτήν τη λειτουργία:
Σωστά, μόνο που το απαρέμφατο σε όλα αυτά τα παραδείγματα είναι τελικό, όχι ειδικό. Επομένως, δεν αποδίδεται στη νεοελληνική με "ειδική" πρόταση αλλά με "βουλητική" (φοβάμαι να...).
Ίσως λοιπόν αυτό που στη νεοελληνική λέμε: "φοβάμαι/υποψιάζομαι ότι..." (φόβος, υποψία κ.λπ. ως γεγονός) να μην υπήρχε τρόπος να αποδοθεί στα αρχαία Ελληνικά, αφού άλλωστε και ο φόβος ως γεγονός εκφραζόταν με ενδοιαστική πρόταση εισαγόμενη κανονικά με το μὴ (οὐ): Θουκυδ. III, 53, 2 νῦν δὲ φοβούμεθα μὴ ἀμφοτέρων ἅμα ἡμαρτήκαμεν (έχει ενδιαφέρον εδώ ότι το μὴ μπορούμε κάλλιστα να το μεταφράσουμε με το ότι).
Στα αρχαία ελληνικά ο φόβος για ένα ενδεχόμενο εκφραζόταν σίγουρα με το "ει". Και ο φόβος για ένα γεγονός εκφραζόταν με το "ως" αλλά μόνο αν το ρήμα φόβου είχε άρνηση. Το ερώτημα είναι πώς αντιλαμβανόταν τις προτάσεις με το "μη". Ως ένα γεγονός (βέβαιο ή αβέβαιο, ανάλογα με την έγκλιση του ρήματος) όπως στις ειδικές προτάσεις ή ως ένα ενδεχόμενο (πραγματικό, πιθανό ή αβέβαιο) όπως στις υποθετικές και στις πλάγιες ερωτηματικές;Η γνώμη μου είναι ότι μάλλον αντιλαμβανόταν το δεύτερο, δεδομένης της ποικιλίας των εγκλίσεων στις προτάσεις αυτές. Και γι' αυτό δεν πολυσυμφωνώ ότι το "μη ημαρτήκαμεν" έχει το ίδιο νόημα με το "ότι κάναμε λάθος".
Σπεύδω να διευκρινίσω ότι αυτό που με ενδιαφέρει κυρίως εδώ είναι η μετάφραση. Αυτό που είπα λοιπόν είναι ότι μεταφραστικά μού πάει πολύ το ότι· μου πάει όμως εξίσου και το μήπως. Αλλά και ως προς την ερμηνεία του χωρίου, θα έλεγα πως η οριστική παρακειμένου εδώ έχει τη γνωστή σημασία της, ότι δηλαδή κάτι έχει ήδη συμβεί και τα αποτελέσματά του παραμένουν στο παρόν· αλλά η χρήση ενδοιαστικής πρότασης, αντί ειδικής, είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας λεκτικός τρόπος που έχει το πλεονέκτημα ότι μετριάζει τον απόλυτο τόνο της οριστικής και εκφράζει, με κάποια ευγένεια και επιφύλαξη, ένα αδιαφιλονίκητο γεγονός (όπως το αντιλαμβάνονται οι Πλαταιείς) ως κάτι το ενδεχόμενο. .
οἱ δὲ νόμοι τὸ δίκαιον καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ συμφέρον βούλονται, καὶ τοῦτο ζητοῦσιν, καὶ ἐπειδὰν εὑρεθῇ, κοινὸν τοῦτο πρόσταγμ’ ἀπεδείχθη, πᾶσιν ἴσον καὶ ὅμοιον, καὶ τοῦτ’ ἔστι νόμος: τα ἴσον και ὅμοιον μπορούν να θεωρηθούν παραθέσεις στο πρόσταγμα;
Γιατί παράθεση; Ούτε ουσιαστικά είναι ούτε καν ουσιαστικοποιημένα επίθετα.